Του Ευκλείδη του άρεσαν τα ρολόγια˙ και τα μάζευε.
Πολλοί οι πλανόδιοι πωλητές που περνούσαν κάθε μέρα από το μαγαζί, κι εκείνος
αγόραζε. Τα πάντα. Βιβλία, ρολόγια, τσιγάρα, χαλιά, κι εγώ δεν ξέρω τι.
Εκείνα τα χρόνια το SEIKO ήταν ένα
αξιοπρεπές ρολόι.
Ήταν βλέπεις η δεκαετία της Ιαπωνίας. Με υψηλή
τεχνολογία και οικονομίες κλίμακας (χαμηλό κόστος) οι Ιάπωνες κατακτούσαν την
Ασία και στη συνέχεια τον κόσμο όλο. Ώσπου η χώρα έγινε ακριβή. Και τη σκυτάλη
την πήρε η Κορέα. Μετά η Κίνα, το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία και
ακολουθεί, σύντομα, η Αφρική. Διεθνής Καταμερισμός της Εργασίας
το λένε αυτό κάποιοι οικονομολόγοι, σαν τη φίλη μου την Ελένη.
Εμείς, από την άλλη, ακολουθήσαμε το αντίθετο μοντέλο.
Του προστατευτισμού, των κλειστών συνόρων και των απαγορευτικών δασμών.
Επικρατούσαν τότε οι θεωρίες του Χιλιανού Raul Prebisch, του πρώτου
Γενικού Γραμματέα της UNCTAD, γνωστές ως θεωρίες ‘προστασίας νηπιακής
βιομηχανίας’. Απλά, όπως κανείς προστατεύει ένα μωρό ώσπου να μεγαλώσει, έτσι πρέπει να
προστατεύουμε και την εγχώρια παραγωγή, ώσπου να αναπτυχθεί και να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική. Δεν μπορείς, με άλλα λόγια, να την
εκθέσεις στον ανελέητο ανταγωνισμό των πολυεθνικών γιατί δε θα επιβιώσει. Εδώ
που τα λέμε, κοιτώντας πίσω 50 χρόνια, ο Ραούλ δεν είχε και πολύ δίκιο: Δεν θα
πισωγυρίσω σε ένα θέμα που το έχω πιάσει άπειρες φορές αλλά, με δυο λόγια, ήταν
οι αναπτυσσόμενες χώρες αυτές που επωφελήθηκαν από το άνοιγμα των συνόρων και
την παγκοσμιοποίηση. Εμείς αντίθετα, οι ‘σταυροφόροι’ της παγκοσμιοποίησης, πληρώνουμε
τώρα το κόστος και αρχίσαμε ήδη να μιλάμε για απο-παγκοσμιοποίηση.
Οι προστατευτικοί δασμοί μας λοιπόν ήταν υπέρογκοι, κι αν τύχαινε να κουβαλάς
κάτι στη τσέπη σου, σε έκοβε κρύος ιδρώτας με το διαπεραστικό βλέμμα
του τελωνιακού στο Ελληνικό. Άσε δε και τη συχνότατη σωματική έρευνα, ιδιαίτερα του
‘ωραίου φύλου’... Αλλά ακόμα και αν ήσουν από τους λίγους προνομιούχους που μπορούσαν
πού και πού να κάνουν κάποιο ταξιδάκι στο εξωτερικό, με τι λεφτά να αγοράσεις
το Ελβετικό ρολόι; Πριν φύγουμε, έπρεπε να περάσουμε από την Τράπεζα της
Ελλάδος να «βγάλουμε συνάλλαγμα», που μας το γράφανε κιόλας στο διαβατήριο, μη τυχόν και ξαναζητήσουμε. Οι μόνοι που μπορούσαν λοιπόν να τα αγοράσουν ήταν αυτοί που είχαν λεφτά στο
εξωτερικό˙ εφοπλιστές δηλαδή, ναυτικοί, κλπ. Δεν ήταν δε άγνωστη και η πρακτική,
κάποιος να περνάει "για μια καλημέρα" από το γραφείο στον Πειραιά, να δίνει ένα
ποσό σε δραχμές και να παίρνει το ισοδύναμο σε λίρες από το γραφείο του Λονδίνου
[Παρένθεση. Συχνά, αυτό γινόταν με το αζημίωτο του 'εξυπηρετούντος', αφού η 'επίσημη' και η 'αγοραία' ισοτιμία της δραχμής απείχαν όσο η γη απ' τη σελήνη. Και όχι, φυσικά, μόνο στη χώρα μας. Έχω γράψει για τις 'περιπέτειές' μου στην κομμουνιστική Πολωνία (1987-1989): Στη συλλογή μου, έχω αριστουργηματικές ερμηνείες Πεντερέτσκι, Σιμανόφσκι, κ.α., σε βινύλιο που είχε τότε αγοραστεί 2 σημερινά σεντ ο δίσκος. Κλείνει η παρένθεση].
Έτσι λοιπόν τα Ελβετικά ρολόγια όχι μόνο δεν
υπήρχαν στην Ελληνική αγορά, αλλά και ήταν άγνωστα. Δεν υπήρχε ίντερνετ ούτε
διαφήμιση: ποιος θα διαφήμιζε κάτι που δεν υπήρχε; Ποιος ήξερε πράγματι τα
Βασερόν, τα Πατέκ, τα IWC, και τόσα άλλα; Αλλά ακόμα και τα Ρόλεξ,
που σήμερα τα βρίσκεις στα καροτσάκια; Κάνα Ωμέγα ίσως να 'βλεπες πού και πού,
ή κάνα Ζενίθ.
Μπαίνει λοιπόν ένα μεσημέρι ο Ευκλείδης στο σπίτι (το
πρώτο που θα έκανε ήταν να κοιτάξει στο ντουλάπι κάτω απ’ το νεροχύτη της
κουζίνας, να δει αν του είχα πάρει κρασί. Ούτε κρασιά είχαμε τότε. Μόνο ρετσίνα
που την αγοράζαμε χύμα στα καρβουνιάρικα, ή γεμίζοντας τη νταμιτζάνα σε κάποια
‘ημερήσια’ κυριακάτικη εκδρομή στα Μεσόγεια).
«Κοίτα να δεις τι σου βρήκα», μου λέει ένα
μεσημέρι, με περίσσιο καμάρι. Και το βγάζει από την τσέπη του. Ωραίο ρολόι.
Πράσινη πλάκα. SEIKO. Ακόμα το έχω. Έτσι όμως όπως το κοίταζα,
βλέπω πως έλειπε η κάτω γραμμούλα από το Έψιλον. SFIKO δηλαδή έλεγε και όχι SEIKO!
«ρε μπαμπά, σφίκο λέει τούτο ‘δω», του λέω.
Ποιος είδε το Θεό και δεν το φοβήθηκε:
«α.. τον κερατά!», ξεφώνισε κατακόκκινος, όπως
γίνεται πάντα όταν θυμώνει ένας κοκκινοτρίχης.
Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε ο ‘προμηθευτής’ του...
Αλλά το Σφίκο το έχω ακόμα.
Και μπορεί και να το φορέσω καμιά φορά.
Όταν το θυμηθώ.
Όχι όμως για να βλέπω την ώρα.
ΗΧ