September 22, 2023

ΜΑΚΗΣ ο ΧΑΣΑΠΗΣ

 Το κρέας ήταν πάντοτε αρμοδιότητα και αποκλειστικότητα του Ευκλείδη. Και ήταν στην κυριολεξία ειδήμων.  Με τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Εκεί, απλά πλήρωνε τον Παναγιώτη το μανάβη μας για να τού κρατάει ό,τι καλύτερο είχε. Κι εκείνος τα έκρυβε κάτω απ’ τον πάγκο, για να τα παραλάβουμε το Σάββατο τ’ απόγευμα. Καμία συζήτηση για βάρος ή τιμή.

Ο χασάπης μας λεγότανε κι αυτός Χαραλαμπίδης. Μάκης Χαραλαμπίδης. Καμία συγγένεια, αλλά οι δυο τους ήντουσαν φίλοι χρόνων. Εκτός από το απόγευμα του Σαββάτου οπότε και γίνονταν θανάσιμοι εχθροί, παίζοντας το παιχνίδι τού «εγώ στραβώνω και πουλώ, εσύ βλέπε κι αγόραζε». Αν και μικρούλης εγώ, είχα μάθει πια να παρατηρώ μια σπίθα χαμόγελου κάτω απ’ τα χοντρά γυαλιά και των δυονών:  Γιατί διπλό χαρτί ρε Μάκη; Γιατί τόσο κόκαλο; Βγάλε το ξίγκι σε παρακαλώ. Μη μπαίνεις μπροστά στη μηχανή όταν κόβεις τον κιμά. Τέτοια ωραία. Κάτι, να πούμε, σαν τον Λάμπρο Σκουντρή και το μανάβη της γειτονιάς του, στο ‘Σπαγκοραμμένο’.*

Τα ψώνια γινόσαντε πάντα Σάββατο απόγευμα, μετά τη μεσημβρινή ραστώνη. Με έπαιρνε πάντα μαζί «για να ξέρεις ρε, όταν θα’ρθει και ‘σένα η σειρά σου να ψωνίζεις». Στην πραγματικότητα, η χρησιμότητά μου ήταν στη δικαιολογία που είχε να με μονοπωλεί για καμιά ώρα, όσο διαρκούσαν τα ψώνια, αλλά και για να του δίνω ένα χεράκι να τα κουβαλήσουμε στο σπίτι. Βλέπεις, τότε δεν είχαμε  SUV και MALL˙ μανάβη, χασάπη και μπακάλη της γειτονιάς είχαμε. Βέβαια, είχε και παράπλευρες ωφέλειες η επιχείρηση: τσέπωνα όλα τα ρέστα, και έπαιρνα και το χαρτζιλίκι της βδομάδας.  

"ήρθε το κουρτουλούς** " μας έλεγε ο κυρ-Γιώργος ο "λούτσος", 
βλέποντάς μας να γυρίζουμε φορτωμένοι. Τον θυμάμαι πάντα στην ίδια θέση: στην πάνινη εκείνη πολυθρόνα του σκηνοθέτη όπου έπαιρνε τον απογευματινό του καφέ, κάτω απ' τη λεύκα της αυλής. 

Και μετά μας ήρθανε τα σουπερμάρκετ. Πριζουνί και ‘του πουλιού το γάλα’.
Απρόσωπα.
Κρύα και ψυχρά.
Με τις ταμπελίτσες τους: Τόσο το κομμάτι, τόσο το κιλό.
Και έτσι χάθηκε η πλάκα. 
Το καλαμπούρι του Σαββάτου.
Ο απογευματινός μας περίπατος.
Ο Μάκης.

Και ο Ευκλείδης τα παράτησε.
Η σαββατιάτικη εξόρμησή μας είχε χάσει βλέπεις το βαθύτερο νόημά της.


ΗΧ

* Ο μοναδικός μας Λάμπρος Κωνσταντάρας (με τον Αλέκο Σακελλάριο), είχαν διασκευάσει όλα τα έργα του Βασίλη Λογοθετίδη, εκτός από την Κάλπικη Λίρα, Ένας Ήρως με Παντούφλες,  και ‘Οι Γερμανοί Ξανάρχονται’.  Ο Σπαγγοραμένος είναι διασκευή του «Ένα βότσαλο στη λίμνη» με την κλασσική, πλέον, ατάκα: Τσίριο-Μανώλης.

**Τούρκικο πλοίο που έφερνε ανθρωπιστική βοήθεια στη λιμοκτονούσα Ελλάδα τα χρόνια της Κατοχής. Το όλο εγχείρημα χρηματοδοτούταν από ομογενείς. Κωνσταντινουπολίτες και άλλους.