Να συνεχίσω να
λέω ιστορίες, μου λέει προχθές ένας φίλος. Γιατί αυτό είναι ευθύνη, λέει, και γράφοντας
δημιουργώ προσδοκίες στο ‘λαό’ για συνέχεια.
Να λοιπόν άλλη
μια, για έναν μειλίχιο και γαλήνιο άνθρωπο, όπως είναι όλοι οι ισχυροί που
έχουν επίγνωση της δύναμής τους. Είχα την τύχη να περπατήσω δίπλα του για 50
μέτρα, πηγαίνοντάς τον στη μηχανή του διαδρόμου όπου οι φοιτητές μας αγοράζανε
τον καφέ τους για μισό φλορίνι (τότε). Το όνομα του "καλοκάγαθού γίγαντα", για να
χρησιμοποιήσω τη στοργική, γνωστή πια έκφραση; Χέλμουτ Κολ.
Δευτέρα ήτανε, 22
Μάη 1995. Από νωρίς το πρωί, το κάμπους ήταν περικυκλωμένο από αυτοκίνητα με
φιμέ τζάμια, ψηλές κεραίες παντού, και κάτι ‘μυστήριους’ να τριγυρίζουν από ‘δω
κι από ‘κει. Ξέρεις, εκείνους με τα μαύρα κουστούμια, τα μαύρα γυαλιά, και το
βύσμα στο αυτί.
Μας μίλησε, για
τί άλλο; Για μια μελλοντική ενωμένη Ευρώπη που προσπαθούσαμε με τόσες δυσκολίες
και αντιξοότητες να χτίσουμε. Τη διάλεξή του ακολούθησε ένα μουσικό ιντερμέτζο
για να περάσουμε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος. Σηκώθηκε νωχελικά "να
τεντώσει τα πόδια του", όπως είπε. Σηκωθήκαμε κι όλοι εμείς φυσικά και δεν ξέρω πώς, ίσως
και να το επιδίωξα, βρέθηκα δίπλα του. «πού έχει εδώ κάνα καφέ να πιούμε;»,
γυρίζει και μου λέει. «Θα σας φέρουμε εμείς φυσικά, Herr Bundeskanzler» του απαντώ, απορώντας κι εγώ ο ίδιος με το
θράσος μου. «όχι, όχι» μου απαντά. «δεν έχετε απ’ έξω κάποια μηχανή του καφέ
για τους φοιτητές;». «Να σας πάω «herr Bundeskanzler»˙ ανταπαντώ. Όπως ξεκινούσαμε, ένοιωσα το μεγάλο
αμφιθέατρο, με τους χίλιους τόσους καλεσμένους, να κινείται, όπως κινούνται τα
κλαδιά και τα φύλα ενός τεράστιου δέντρου με το πρώτο βραδινό αεράκι: Καμιά δεκαριά από τους ‘μυστήριους’ είχαν
σηκωθεί όρθιοι με το δάχτυλο στο αυτί. Με ένα αδιόρατο νεύμα των φρυδιών του τους διέταξε να
κάτσουν κάτω. Μας ακολούθησε μόνο ένας, που ήταν η σκιά του.
Πηγαίνοντας προς τη μηχανή, ακολούθησε ο εξής διάλογος;
--Από πού είσαι;
(έβλεπε πως από την προφορά μου δεν ήμουν Ολλανδός)
--Από μια μικρή
χώρα, κ. Καγκελάριε που, απ’ το στέρημά της πληρώνει πολλά για να φυλάει τα
σύνορα της Ευρώπης που χτίζετε.
Κοντοστάθηκε
συνοφρυωμένος.
--Έλληνας είσαι;
--Και περήφανος
μάλιστα herr Bundeskanzler.
--Kαι που βρέθηκες εδώ, στο Ρότερνταμ of
all places;
--ε,, λιμάνια,
ναυτιλία, logistics, not
a bad place to be Herr Bundeskanzler.
Φτάσαμε στη
μηχανή. Πριν προλάβει να σκεφτεί πως δεν είχε μισό φλορίνι, η ‘σκιά’ είχε ήδη
ρίξει στη σχισμή το νόμισμα.
Δίπλα από τη
μηχανή ήταν η πόρτα που έβγαζε στον εσωτερικό κήπο, και το ανοιξιάτικο απόγευμα
του έγνεψε προκλητικά. Στάθηκε για ένα λεπτό, περιφέροντας τη ματιά του στη λιμνούλα με τα νούφαρα.
--Μια χαρά είστε
εδώ μου φαίνεται. Είπε χωρίς να με κοιτάξει και έκανε μεταβολή, ακολουθούμενος
κατά πόδα από τη ‘σκιά’.
Θεώρησα πως
έπρεπε, διακριτικά, να μείνω δυο βήματα πιο πίσω˙ έτσι και έκανα.
Ναι.
Ήταν 22 του Μάη, 1995.
Ημέρα Δευτέρα.
ΗΧ
No comments:
Post a Comment