Θυμάμαι τον πατέρα μου.
Το Σάββατο το μεσημέρι
έφερνε τις μάvες και την καλούμπα.
Μόνο εκείνος ήξερε από πού
τ’ αγοράζαμε.
Οι μάνες έπρεπε να είναι
από λυγαριά. 110 εκ.
Και η καλούμπα κορδονέτο:
Πλεξίδα που την ξέστριβα, για να μην μπερδευτεί ο σπάγκος στο μάζεμα, και την τύλιγα μετά, με ‘οχτάρια’, σ’ ένα κομμάτι ξύλο.
Αν είχε περισσέψει τίποτα από
πέρυσι, τις ενώναμε και την κάναμε διπλή.
«πρόσεχε τους κόμπους
γιατί θα σου μπερδευτεί ο σπάγκος στο μάζεμα», μου έλεγε.
Την Κυριακή τον κολλούσαμε.
Μπλε και άσπρες
λαδόκολλες απ’ το ψιλικατζίδικο. Ένας Σταυρός. Ελληνική σημαία.
Η Μαρίκα έφτιαχνε την
αλευρόκολλα στην κουζίνα.
Η γιαγιά κυρ-Ασημίνα, από
πολύχρωμες κόλες γλασέ, έκοβε και έδενε την ουρά, καθισμένη πάντα στη ντιβανοκασέλα της. Είναι
η μόνη θέση που τη θυμάμαι, να ακούμε ανελλιπώς τον Ορέστη Λαμπίρη και τη
γιαγιά Ανούσκα στο «Σπίτι των Ανέμων».
Μόνο εκείνος ήξερε να μετράει
και να δένει τα ζύγια.
«άμα ζυγιάζεις σωστά, ο
αετός δε θα σου κάνει ποτέ κοιλιά…»
Πολλές φορές ακολουθούσε και ο μπατζανάκης του. Ο Νίκος Β. Κωνσταντινουπολίτης εκείνος, ήξερε να φτιάχνει 'γαϊτανάκι'. Πλάκα είχε αλλά το γαϊτανάκι δεν έχει ζόρι. Κοριτσίστικο πράμα δηλαδή 😆
Μαθήματα.
Ανεξίτηλα.
Από το πανεπιστήμιο της Ζωής.
Και των αναμνήσεων.
Καλά Κούλουμα.
*Mary Poppins.
No comments:
Post a Comment