Θυμάμαι τον πατέρα μου...
Το Σάββατο το μεσημέρι έφερνε τις μάνvες και την καλούμπα.
Μόνο εκείνος ήξερε από πού τ’ αγοράζαμε.
Οι μάνες έπρεπε να είναι από οξιά. 110 εκ.
Και η καλούμπα κορδονέτο: Πλεξίδα που την ξέστριβα, για
να μην μπερδευτεί ο σπάγκος στο μάζεμα, και που την τύλιγα μετά, με ‘οχτάρια’,
σ’ ένα κομμάτι ξύλο.
Αν είχε μείνει τίποτα από πέρυσι, την ενώναμε και την κάναμε διπλή.
Αν είχε μείνει τίποτα από πέρυσι, την ενώναμε και την κάναμε διπλή.
«πρόσεχε τους κόμπους γιατί θα σου μπερδευτεί ο σπάγκος στο μάζεμα».
Την Κυριακή τον κολλούσαμε.
Μπλε και άσπρες λαδόκολλες απ’ το ψιλικατζίδικο. Ελληνική
σημαία.
Η Μαρίκα έφτιαχνε την αλευρόκολλα στην κουζίνα.
Η κυρ-Ασημίνα, από πολύχρωμες κόλες γλασέ, ‘έκοβε’ την
ουρά, καθισμένη στη ντιβανοκασέλα της.
Μόνο εκείνος ήξερε να μετράει και να δένει τα ζύγια.
Μόνο εκείνος ήξερε να μετράει και να δένει τα ζύγια.
«άμα ζυγιάζεις σωστά, ο αετός δε θα σου κάνει ποτέ κοιλιά…»
Κρίμα.
Κρίμα που δεν είχα την ευκαιρία να τα διδάξω κι εγώ αυτά.
Σε
άλλους.
Καλά Κούλουμα.
Η. Χαραλαμπίδης