December 31, 2009

Πρωτοχρονιά


Πάει ο καιρός που οι δικοί σου
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σου
και είσαι συ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα
(Διονύσης Σαββόπουλος)






Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους.
Μικρός εσύ, μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.

Λίγο μετά, στα δεκαεφτά,
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών.
Το σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.

Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ’ ένα δωμάτιο καπνού.
Το Θαύμα πάλι ήταν αλλού:
Στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου,
στον χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.

Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις;
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.

Πρωτοχρονιές, γιορτές του χρόνου.
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου.
Πώς θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;

Μικρό κλειδί και σ’ οδηγάει
σ’ ένα παράσπιτο στο πλάι
σ’ ένα μικρό – μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.

Πάει ο καιρός που οι δικοί σου
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σου
και είσαι συ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.

Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει;
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.


Χρόνια Πολλά
Η. Χαραλαμπίδης

December 20, 2009

Ο κύριος Κούγιας


20 χρόνια στο Ρότερνταμ, τόσο χιόνι δεν έχω ματαδεί.
30 πόντους στον κήπο.
Κι ο κύριος Κούγιας[1] (φωτογραφία), προς απόγνωση της Ντόλλης, αραχτός στον καναπέ του γραφείου.
Τρελός είναι να βγει έξω;
Ο δρόμος γυαλί.
Τίποτα δεν κινείται.
Ούτε για αστείο το αυτοκίνητο.

Βάλαμε λοιπόν τις γαλότσες μας με τη Ντόλλη και είπαμε να κατέβουμε στο κέντρο να χαζέψουμε τα χριστουγεννιάτικα στολίσματα.

Φτάνοντας στην είσοδο του μετρό, μια χαμογελαστή υπάλληλος περίμενε τον κόσμο να του ανακοινώσει ότι, μιας και λεωφορεία και τραμ δεν πήγαιναν, λόγω χιονιού, η μετακινήσεις με το μετρό ήταν σήμερα δωρεάν!

Και είπα μέσα μου, ρε μπας κι αυτό είναι, που λένε, το κοινωνικό κράτος;
Ή μήπως κοινωνικό κράτος είναι όταν η οποιαδήποτε κυβέρνηση επιχειρεί να εφαρμόσει έστω κάποιο ίχνος εκσυγχρονισμού να κατεβαίνουμε στο πεζοδρόμιο με πανό «θάνατος στα αφεντικά»;
Κι έτσι αποφάσισα ότι κοινωνικό κράτος είναι το κράτος που σέβεται τον πολίτη.
Όταν πρώτα αυτός σέβεται τον εαυτό του.
Και τους άλλους.
Καλές Γιορτές Βασίλη.

Η. Χαραλαμπίδης







[1] Προς αποφυγή παρεξηγήσεων (και μηνύσεων) Κούγιας (koejas) στα Ολλανδικά σημαίνει «το παλτό της αγελάδας». Τον περασμένο Αύγουστο, είχα αφήσει την μπαλκονόπορτα του κήπου ανοιχτή και ο κύριος Κούγιας εμφανίστηκε να κάνει βόλτες καμαρωτός στο σαλόνι. Έκτοτε με υιοθέτησε..

December 13, 2009

(Σου)δανοί


Είπε προεκλογικά ο Πρωθυπουργός ότι θα γίνουμε, λέει, Δανοί.
Με την οικονομική μας όμως κατάντια, μάλλον Σουδανοί βλέπω να γινόμαστε.
Και μιλώντας για Δανία, τη δημοκρατικότερη των χωρών, τη σοσιαλιστικότερη των χωρών, επισυνάπτω την παραπάνω φωτογραφία (courtesy of BBC) για το πώς αντιμετωπίζει εκεί η αστυνομία τους διαδηλωτές.
Τα όποια συμπεράσματα δικά σας.

Η. Χαραλαμπίδης

April 30, 2009

Λουκάνικα Φρανκφούρτης

Σου είχα υποσχεθεί Βασίλη ότι θα ‘γραφα κάνα δυο λόγια, να σου εξηγήσω τα αίτια της πρωτόγνωρης αυτής οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες. Μια κρίση που, ευτυχώς, πνέει τα λοίσθια, όπως ακράδαντα πιστεύω. Η νεκρανάσταση της παγκόσμιας οικονομίας έχει ήδη δρομολογηθεί μέσα στο 2009, αρκεί μόνο να το πιστέψεις. Αγόραζε λοιπόν Βασίλη. Αγόραζε. Ότι βλέπεις με Ρ/Ε κάτω από 4, αγόραζε! Έ, κι αν τα πράματα δεν πάνε τελικά και τόσο καλά, τι να σου πω; Ας πρόσεχες..

Μακρύ θα ’ναι φοβάμαι το σημερινό άρθρο αλλά θα πρέπει να επιμείνεις και να φτάσεις στο τέλος. Άστο λοιπόν καλύτερα για την Κυριακή το πρωί. Φτιάξε καφεδάκι, βάλε τη δεύτερη του Mahler στο πικάπ, μιας και μιλάμε για ‘νεκρανάσταση’, και διάβασε Βασίλη. Διάβασε για να καταλάβεις . Διάβασε για να μη μας ξαναβρεί πάλι τέτοια συμφορά.

Για την ακρίβεια, υπήρξαν δύο κρίσεις: η χρηματοπιστωτική, η κατάρρευση με άλλα λόγια του τραπεζικού συστήματος, και η κρίση της πραγματικής οικονομίας. Δηλαδή μειωμένη κατανάλωση, μηδενικές επενδύσεις και συνεπώς ανεργία. Η πρώτη κρίση προκάλεσε τη δεύτερη. Και να πώς.

Παλιά, θυμάμαι, το να πάρεις δάνειο ήταν μεγάλη υπόθεση. Αγχωμένος ο πατέρας προετοιμαζόταν για μέρες. Το προηγούμενο βράδυ δεν του κόλλαγε ύπνος. Κρύος ιδρώτας στο ραντεβού με τον διευθυντή της τράπεζας: Πόσο χρονών είσαι; Πόσα παιδιά έχεις; Πόσα βγάζεις; Τι δουλειά κάνεις; Καπνίζεις; Οι γονείς σου ζουν ακόμα; Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη; Πότε χτίστηκε το σπίτι; Πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Αμέτρητες οι ερωτήσεις. Ανηλεής η ανάκριση. Αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο τραπεζίτης ήταν να διασφαλίσει τόσο το συμφέρον της τράπεζάς του, όσο και το δικό σου. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι είσαι σε θέση να αποπληρώσεις το δάνειο. Γιατί, διαφορετικά, εσύ θα βρισκόσουν στο δρόμο και αυτός θα έχανε τα λεφτά του.

Μα θα μου πεις δεν έχει η τράπεζα το σπίτι σαν ενέχυρο; Σωστό. Αλλά όταν χάνεις τη δουλειά σου Βασίλη, αυτό σημαίνει ότι η οικονομία δεν πάει καλά. Και όταν η οικονομία δεν πάει καλά, οι τιμές των σπιτιών πάνε κι αυτές κατά διαόλου. Έτσι λοιπόν και να σου κατασχέσει η τράπεζα το σπίτι, δοκιμάζοντας να το πουλήσει, πάλι δε θα πάρει πίσω τα λεφτά της, αλλά πολύ λιγότερα (υποθέτοντας ότι θα βρει αγοραστή).

Κι αν όλα πήγαιναν τελικά κατ’ ευχήν, και το τηλέφωνο χτυπούσε χαρμόσυνα μετά από μερικές μέρες, ο πατέρας έπαιρνε την οικογένεια για πικνίκ στην εξοχή την Κυριακή, να γιορτάσουν την μεγάλη επιτυχία.

Και τα πράματα άρχισαν να αλλάζουν.
Πλουτίσαμε βλέπεις και το χρήμα άρχισε να ρέει πακτωλός. Δύο δισεκατομμύρια δολάρια εισρέουν στην Αμερική καθημερινά, μόνο από τοκοχρεολύσια δανείων που έχουν δώσει στον υπόλοιπο κόσμο. Τρισεκατομμύρια επίσης και τα κρατικά τους ομόλογα. Τα περίφημα Τ-bills. Πάνω από ένα τρις στα χέρια των Κινέζων και μόνο, που με τον τρόπο αυτό δανείζουν τους Αμερικανούς για να μπορούν έτσι οι τελευταίοι να αγοράζουν κινέζικα μαϊμουδάκια και τουαλέτες με θερμαινόμενο καπάκι. Άλλα 4 τρις, όπως μιλάμε, στα χέρια του υπόλοιπου κόσμου.

Άπαιχτοι οι Αμερικανοί: Το δολάριο είναι (so far..) η αποθεματική αξία του κόσμου. Όπως κάποτε ήταν η Λίρα, και πριν απ’ αυτήν ο χρυσός. Κάτι δηλαδή που κρατάνε οι κυβερνήσεις για ασφάλεια στα σεντούκια τους. Μαξιλαράκι να πούμε, για να πέφτουν στα μαλακά απ’ τις συναλλαγματικές κρίσεις, σαν αυτή της Ασίας πριν από 10 χρόνια. Δανείζονται λοιπόν οι Αμερικανοί απ’ όλο τον κόσμο πουλώντας ομόλογα με 1%, και δανείζουν (π.χ. Διεθνής Τράπεζα) με επιτόκια 4 και 5%. Όχι παίζουμε!

Ένα από τα καλά της παγκοσμιοποίησης ήταν ότι έβαλε τον πληθωρισμό στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Το ελεύθερο εμπόριο λειτούργησε όπως η βαλβίδα της χύτρας ταχύτητας, ανακουφίζοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Μαζί με τον πληθωρισμό πέθαναν και τα ψηλά επιτόκια και έτσι οι τιμές των σπιτιών άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους. Οι πραγματικοί μισθοί των ανειδίκευτων εργατών στην Αμερική όμως συμπιέζονταν προς τα κάτω, λόγω παγκοσμιοποίησης και φτηνού εργατικού κόστους στις αναπτυσσόμενες χώρες*. Η θέση του εργοδότη σταθερή: «κάτσε καλά και μην έχεις απαιτήσεις γιατί παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω για Μαλαισία». Και αυτό δεν ήταν απειλή αλλά ψυχρά υπολογισμένη επιχειρηματική απόφαση.

Άφθονο λοιπόν χρήμα και φτηνό. Παράλληλα, ο τραπεζικός τομέας απελευθερώθηκε και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τράπεζες αντέστρεψε τους όρους του παιχνιδιού. Τώρα ήταν οι τράπεζες που έτρεχαν πίσω απ' τον πατέρα να του δώσουν λεφτά. Δώσε και μένα μπάρμπα, που λέμε. Στεγαστικά, καταναλωτικά, εκπαιδευτικά, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια που ξεπληρώνουν δάνεια. Ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Σας θυμίζει τίποτα αυτό στη χώρα μας; Έχετε δει πορτοφόλι Αμερικανού; Όταν το ανοίγει, οι κάρτες (the plastic όπως τις αποκαλούν) φτάνουν στο πάτωμα.

Οι τράπεζες άρχισαν λοιπόν να δίνουν λεφτά με τη σέσουλα. Όχι μόνο χωρίς να προσέχουν (χωρίς due diligence που λέμε), αλλά και συντάσσοντας για τους πελάτες τους ψευδείς και παραπλανητικές αιτήσεις δανείου. Έδιναν στεγαστικά σε ανέργους και μεροκαματιάρηδες. Σε άτομα δηλαδή που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα μπορούσαν μελλοντικά να αποπληρώσουν το δάνειο. Ανέβαιναν βλέπεις και οι αξίες των σπιτιών και αυτό ήταν η καλύτερη εγγύηση. Η προκαταβολή δεν ήταν έτσι και τόσο απαραίτητη. Η επιτυχία (και το bonus) του τραπεζίτη έπαψε να είναι ο περιορισμός του κινδύνου και η κερδοφορία της τράπεζας, αλλά το πόσα δάνεια θα δώσει.

Άρχισαν έτσι λοιπόν οι τράπεζες, ιδιαίτερα οι τράπεζες υποθηκών, οι περίφημες Fannie Mae και Freddie Mac, να εγγράφουν χιλιάδες κακά δάνεια στα βιβλία τους. Δάνεια δηλαδή με πολύ μεγάλη πιθανότητα να βαρέσουν κανόνι. Τα περίφημα sub-prime. Και επειδή δεν είναι καλό για τη μετοχή σου να εμφανίζεις τέτοια δάνεια στα βιβλία σου, στήνανε και κάτι μυστήριες εταιρείες (που ο θεός να τις κάνει ‘εταιρείες’ από άποψη χρηστής διοίκησης, διαφάνειας και ελεγκτικών μηχανισμών) σε φορολογικούς παραδείσους. Σε κάτι νησάκια, Βασίλη, που τύφλα να ‘χει η Ελβετία. Άγιος Βικέντιος, Νησιά Κέυμαν, Νησιά Μάρσαλ και τέτοια ωραία. Εκεί μετέφεραν την ιδιοκτησία των υποθηκών. Έτσι η Φάνυ και ο Φρέντι εμφάνιζαν στα βιβλία τους μόνο τις εταιρείες και όχι τα δάνεια.

Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην επινοητικότητα των χρυσών παιδιών της Wall Street. Φοιτητές μας όλοι Βασίλη. Όχι οικονομολόγοι –γρι από οικονομικά- αλλά μαθηματικοί, φυσικοί, και γενικά παιδιά πολύ δυνατά στα μαθηματικά.

Η αλχημεία τους λέγεται ‘τιτλοποίηση’ (securitization) ή ‘λουκανικοποίηση’ που λέω εγώ. Πώς δηλαδή τρώμε εκείνα τα wurst στη Βρέμη Περικλέα μου, από τρίχες, πέτσες, και κόκαλα, και γλύφουμε τα δάχτυλά μας; Κάτι τέτοιο.

Στην πραγματικότητα, η τιτλοποίηση είναι καλό πράμα. Αποβλέπει στη διασπορά του κινδύνου και έτσι στην ελαχιστοποίησή του. Το 1990, ένας άλλος οικονομολόγος, ο Harry Markowitz, πήρε το Νόμπελ για αυτό. Για τη θεωρία του στη Διαχείριση Χαρτοφυλακίου. Η θεωρία βρίσκει εφαρμογή στα αμοιβαία κεφάλαια, αλλά και στα hedge funds που και εσύ αγοράζεις Βασίλη.

Τι γίνεται εδώ; Να. Αν βάλεις ένα σκύλο και μια γάτα σε δυο γειτονικά κελιά κάνουν τόση φασαρία που σου παίρνουν το κεφάλι. Αν όμως τους βάλεις μαζί στο ίδιο κελί, τρώει ο ένας τον άλλον και επικρατεί ησυχία! Αν λοιπόν βάλεις διάφορες μετοχές μαζί σ’ ένα καλάθι, που το λέμε αμοιβαίο κεφάλαιο, κάποιες πάνε πάνω, κάποιες άλλες πάνε κάτω, κι έτσι ο μέσος όρος, η τιμή του καλαθιού δηλαδή, είναι πιο σταθερή απ’ τις τιμές των μετοχών που περιέχει. Κι αυτή η σταθερότητα είναι ελκυστική για τον επενδυτή που δεν θέλει μεγάλα σκαμπανεβάσματα (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία).

Και στην περίπτωσή μας; Στην περίπτωση των σπιτιών;
Ας πούμε λοιπόν οι γνωστοί μας πια Ηλίας και Φίλιππος, φουκαράδες και οι δυο, άνεργος ο Ηλίας, μεροκαματιάρης ο Φίλιππος, έχουν πάρει τα δανειάκια τους, κουρεύουν το γρασίδι τους, και δοξάζουν το Θεό για την καλή τους τύχη. Η πιθανότητα όμως να βαρέσουν κανόνι, να μην μπορέσουν τελικά να πληρώσουν, είναι πολύ μεγάλη. Ας πούμε 30%. Και εδώ είναι το ωραίο. Η πιθανότητα να βαρέσουν και οι δυο μαζί κανόνι είναι μόνο 9%!
Πώς γίνεται αυτό;
Έ εδώ τι να σου πω Βασίλη.
Ας μάθαινες στατιστική όταν ήσουν μικρός.
Ή τάβλι.
Το 9% αυτό είναι κίνδυνος λίαν αποδεκτός από την τράπεζα. Αλλά και να μην ήταν, βρίσκει μια ασφαλιστική εταιρεία (σαν την AIG που κατάρρευσε ακριβώς για το λόγο αυτό) και ασφαλίζει τον κίνδυνο με ένα Credit Default Swap όπως το λένε. Με άλλα λόγια, πετάει την καυτή πατάτα στα χέρια κάποιου άλλου. Του μετόχου της AIG.

Όπως λοιπόν το χρυσό παιδί οδηγεί την Λαμποργκίνι Γκαλλάρντο του προς το γραφείο του στη Lehman Brothers σκέπτεται: Θα μαζέψω τις υποθήκες του Ηλία και του Φίλιππα και καμιά 'κατοσταρία ακόμα, κατά προτίμηση λιγότερο επισφαλείς, και θα φτιάξω ένα λουκάνικο. Θα το βαφτίσω Collateralized Debt Obligation (CDO) και θα το πουλήσω σ’ όλο τον κόσμο. Σε τράπεζες, ιδιώτες, θεσμικούς, αμοιβαία, ασφαλιστικά ταμεία, κυβερνήσεις, sovereign funds και βάλε.
(πολύ περισσότερα Αμερικάνικα τοξικά λουκάνικα έφαγε ο λοιπός πλανήτης Βασίλη, παρά οι Αμερικανοί οι ίδιοι που τα έφτιαξαν).
Και μόλις ο Ηλίας και ο Φίλιππας πληρώνουν τη δόση τους, θα παίρνουν κι οι επενδυτές αυτοί το μερτικό τους.
Αλλά, σκέφτεται το golden boy, ποιος πελλός, που λένε και οι φίλοι μου στην Κύπρο, θα αγοράσει και θα φάει τοξικά λουκάνικα;
Να λοιπόν τι θα κάνω.
Θα τα δομήσω.
Θα τα κόψω σε τρία κομμάτια: φιλέτο-μπούτι-καπαμάς.
Όπως μπαίνουν μέσα τα λεφτά (δόσεις), το φιλέτο θα πληρώνεται πρώτο. Μετά το μπούτι, κι αν περισσέψει τίποτα, ο καπαμάς. Το φιλέτο λοιπόν είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα πάρει το μερτικό του. Ασφαλής επένδυση. Φωνάζω και έναν οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης (Moody’s ας πούμε) και του ρίχνει κι ένα ΑΑΑ.
Το μπούτι; Έ, έτσι κι έτσι. Του ρίχνουμε άμα λάχει κι ένα ΒΒΒ.
Όσο για τον καπαμά, ούτε λόγος. Αυτόν κανείς τρελός δεν τον αγοράζει (μόνο κάτι hedge funds) κι έτσι τον κρατάω εγώ κι εφόσον τα πράματα πάνε καλά βγάζω ένα παχουλότατο κέρδος χωρίς να κάνω τίποτα.
Θα υποσχεθώ 4% στο φιλέτο που είναι ασφαλές, 7% στο μπούτι, και 10% στον καπαμά.
Θυμήσου Βασίλη: απόδοση και κίνδυνος είναι αδελφάκια και πάνε χέρι-χέρι (βλ. «όπου ακούς πολλά κεράσια..» παρακάτω).

Κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου άρχισαν να βαράνε τα κανόνια. Οι τιμές των σπιτιών άρχισαν να πέφτουν. Υπερπροσφορά βλέπεις, εκατομμύρια σπίτια να χτίζονται, αργά ή γρήγορα αυτό θα γινόταν. Μη ξεχνάς Βασίλη πως η ‘οικοδομή’ είναι η ατμομηχανή της οικονομίας. Το φάρμακο που λέγαμε, που, ελλείψει άλλου, την κρατάει εν ζωή. Μετράμε τις άδειες οικοδομών, τις ταβανόπροκες που πουλάει ο Πατάκας στο DIY στη γωνία, για να δούμε πώς θα πάει, σε έξι μήνες, η Boeing, η General Motors, η Marfin και το φαναρτζίδικο του Τάσου στη γωνία. Leading indicator είναι η οικοδομή, που λένε κάποιοι.[1]

Ο Ηλίας βαράει πρώτος το κανόνι. Άνεργος βλέπεις. Ο Φίλιππος τα ψιλοκατάφερνε αλλά σου λέει μακάκας είμαι ‘γω να πληρώνω δάνειο για ένα σπίτι που το αγόρασα 300 χιλιάδες όταν σήμερα κάνει 150? Δεν βαράω κάνα κανόνι, και δεν αγοράζω το διπλανό που ‘ναι απούλητο, να μειώσω έτσι το δάνειό μου στο μισό;

Μια και δυο λοιπόν πάει στη Φάνυ:
Καλημέρα σας.
Τα κλειδιά του σπιτιού σας.
Εγώ χρεοκόπησα.
Πάω στον αδερφό μου στο Κονέκτικατ να ξύσουμε πατσές and have a nice day.

Βλέπεις ο νόμος περί ιδιωτικής χρεοκοπίας στην Αμερική, Βασίλη, είναι πολύ πιο ελαστικός απ’ ότι σε μας εδώ στην Ευρώπη. Πέντε εκατομμύρια σπίτια απούλητα ή στο σφυρί στην Αμερική. Αλλά ποιος τρελός τα αγοράζει; Με 150 χιλιάδες το ένα, μίνιμουμ μέσο όρο, να άλλα 7.5 τρις καπνός στον ουρανό.
Σκιές και φαντάσματα κάποιων ονείρων.
Τα κρεβατάκια κάποιων παιδιών που αύριο θα πήγαιναν, όπως κάθε μέρα, σχολείο.
Ερείπια και παράδεισοι αρουραίων και αδέσποτων.
Αυτή η παγκόσμια οικονομία σου αρέσει Βασίλη;
Τότε να την χαίρεσαι.

Έτσι, οι τράπεζες κι ο κόσμος όλος έμειναν με το λουκάνικο στο χέρι, ξύνοντας το κεφάλι τους πού να το βάλουν.. Στην ουσία ούτε καν λουκάνικο δεν τους απέμεινε. Μόνο τρίχες, πέτσες και κόκαλα. Δισεκατομμύρια είχαν δανειστεί οι τράπεζες απ’ τον Greenspan και τον Bernanke για να τα δανείσουν με τη σειρά τους στους σπιτονοικοκύρηδες.
Τώρα;
Τώρα δεν μπορούσαν αυτές οι ίδιες να πληρώσουν.
Η μία μετά την άλλη λουκέτο.
Σαν τον Ηλία και τον Φίλιππο.
Οι εννιά στις δέκα.
Το 90 τοις εκατό της τραπεζικής αξίας έγινε καπνός μέσα σε έξη μήνες.

Και όπως οι τράπεζες χρεοκοπούσαν, έτσι έτρεχε ο κόσμος να σηκώσει τα λεφτά του. Αλλά οι τράπεζες έκλειναν την πόρτα. Γιατί, φυσικά, δεν είχαν λεφτά να δώσουν. Run το λέμε αυτό. Θύμισέ μου Βασίλη να στο εξηγήσω κάποια άλλη φορά. Έχει πλάκα το τι γίνεται. Θυμάσαι, στην εξαιρετική Mary Poppins, τι έγινε όταν το κοριτσάκι, η Jane, ζήτησε πίσω το δίφραγκό της από τον τραπεζίτη; Κάτι τέτοιο.

Και ο υπόλοιπος κόσμος; Κινέζοι, Άραβες, Γερμανοί, Έλληνες, όλοι;
Δεν είχαν ιδέα όλοι αυτοί από σπίτια στο Μιλγουώκι, από Φάνυ κι από Φρέντι. Αυτοί ένα λουκάνικο μόνο ήθελαν να φάνε. Και οι πιο πολλοί δεν ήξεραν καν ότι είχαν αγοράσει τοξικό λουκάνικο. Γιατί τους το είχαν σερβίρει ωραία περιτυλιγμένο μέσα σε ένα hedge fund ή ένα αμοιβαίο της Lehman Brothers.
Τρισεκατομμύρια καπνός.
Εκεί μέσα ήταν συντάξεις, σπίτια, σχολεία, το αποκούμπι του γέρου, το κομπόδεμα της γριάς.
Καπνός.
Κι έτσι περάσαμε στην κρίση της πραγματικής οικονομίας.
Αλλά εδώ θα επανέλθω.

Σε κούρασα σήμερα Βασίλη, αλλά ελπίζω να πήρες μυρωδιά του τι έγινε.
Ή μήπως όχι;
Να σε εξετάσω Βασίλη να δω αν κατάλαβες;
Once δάσκαλος, always δάσκαλος.
Πες μου λοιπόν Βασίλη «που πήγαν τα λεφτά»;
Γιατί όπως είπε προχθές ένας σχεδόν συνονόματός μου,
«Ουδέν εκ του μη όντος γίγνεσθαι ουδέ εις το μη ον φθείρεσθαι».

Η. Χαραλαμπίδης

*Η υποσημείωση αυτή γράφτηκε αργότερα, την Κυριακή 13/12/09, ως φόρος τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του περασμένου αιώνα, τον Paul Samuelson, που πέθανε τη μέρα αυτή, πλήρης ημερών, στα 94 του. Το φαινόμενο που περιγράφω εδώ είναι γνωστό σαν το Θεώρημα Stolper-Samuelson.
[1] Έχω ένα φίλο με ένα ωραιότατο διαμέρισμα στον Τάμεση. Εφοπλιστής το επάγγελμα. Κάθεται στο μπαλκόνι και μετράει τα ταξί στη γωνία. Τι κάνεις ρε, του λέω μια μέρα. «όταν η ουρά είναι μεγάλη» μου λέει βαθυστόχαστα «η οικονομία δεν πάει καλά. Ο κόσμος παίρνει το λεωφορείο». Leading indicator κι αυτό!

April 17, 2009

Ρε πώς αλλάζουν οι καιροί

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις στην Αμερική δείχνουν το 60% των πολιτών ως ακραιφνείς Κεϋνσιανούς, όταν στην 'κοινωνική' Ευρώπη ο ιεροεξεταστής Αλ Μούνια μας φοράει τον ζουρλομανδύα του συμφώνου σταθερότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σαν δηλαδή να σου αφαιρεί το σωσίβιο τη μοναδική στιγμή που το χρειάζεσαι: όταν βουλιάζεις.

Έχω ένα καλό φίλο και συνάδελφο που όταν για χρόνια εγώ γύριζα με την αιχμή της τεχνολογίας στην τσέπη, αυτός κουβαλούσε ένα χαρτάκι διπλωμένο φυσαρμόνικα όπου έγραφε τις ημερομηνίες των συνεδρίων του.

Σήμερα, αυτός γυρίζει περήφανα με ένα blackberry storm στην τσέπη, κι εγώ με ένα χαρτάκι στην κωλότσεπη, να κρατάω σημειώσεις.

Ρε πώς αλλάζουν οι καιροί.
Πώς κλείνει ο κύκλος.

Η. Χαραλαμπίδης

April 10, 2009

Όσα ξέρει ο νοικοκύρης

Κηλαηδόνης θα καταντήσεις ρε; Μου είπε ένας συνάδελφος όταν διάβασε το ‘όπου ακούς πολλά κεράσια’ παρακάτω. Δε ντρέπεσαι; Και αναφερόταν βέβαια στην αριστουργηματική εκείνη συλλογή τραγουδιών του Λουκιανού Κηλαηδόνη, κάπου 'κεί στη δεκαετία του 70, με τίτλο ‘απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας’.

Η αλήθεια είναι πως όταν άρχισα να γράφω τον ‘Βασίλη’ το 2004, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι με δύο θέματα δεν θα καταπιανόμουνα ποτέ: οικονομία και ναυτιλία. Στο δεύτερο, για την ώρα, αντιστέκομαι. Στο πρώτο ενέδωσα.

Δύο λόγοι με απέτρεπαν.
Ο πρώτος ήταν ότι φοβόμουνα.
Φοβόμουνα πως αν το έκανα θα έριχνα πέτρες στο γυάλινο σπίτι μου. Θα έφτυνα στον ουρανό.

Ο δεύτερος λόγος ήταν το κόλλημα που έχουμε όλοι εμείς οι α-γκαντέμης (academics) στο να εκλαϊκεύσουμε κάτι στο οποίο έχουμε αφιερώσει τη ζωή μας. Κάτι που η ‘επιμελώς κατασκευασμένη’ δυσκολία του μας δίνει λόγο ύπαρξης. Όπως μου είπε εύστοχα μια φορά ο Ιωσήφ (βλ. παρακάτω), «economics is common sense made difficult». Κάτι αντίστοιχο είχε πει και ο Αλβέρτος ο Μονόπετρος (Albert Einstein) σε ένα φοιτητή του: «αν δεν μπορείς να εξηγήσεις σε δέκα λεπτά την πιο περίπλοκη θεωρία στον απλό άνθρωπο στο δρόμο, τότε άλλαξε δουλειά».

Έτσι λοιπόν κι εγώ, βάζοντας τη μούρη μου με τους πραματευτάδες, αποφάσισα να γράψω. Μέσα στην κοσμογονία που ζούμε αυτό τον καιρό, την πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και με 85,000 πιστούς αναγνώστες Βασίλη(!), δεν μπορούσα να παραμένω απλός παρατηρητής, ασχολούμενος με το παντελόνι του κυρίου Αλαβάνου. Κάπου, αργά ή γρήγορα, θα έμπαινε και θέμα αξιοπιστίας..

Λίγα λόγια όμως πρώτα για τον Ιωσήφ που για κάνα χρόνο τώρα είναι πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου και που, με το τελευταίο του βιβλίο,[1] με έπεισε να ξεπεράσω τους φόβους μου. Ούτε πυροβολημένος είμαι (νομίζω τουλάχιστον..) ούτε κάνα καλάμι έχω καβαλήσει προσπαθώντας να τον μιμηθώ. Αλλά το βιβλίο είναι τόσο απλά γραμμένο, για ‘σενα Βασίλη, που είπα ότι αν ο Ιωσήφ δεν έχει πρόβλημα με την εκλαΐκευση γιατί θα πρέπει να έχω εγώ.

Με τον Ιωσήφ συμπέσαμε ένα φεγγάρι στη Σιγκαπούρη. Δίπλα δίπλα τα γραφειάκια μας, 3Χ3 το καθένα. Ένα πρωινό καφεδάκι στην κουζίνα του Kent Ridge, κάποια noodles και παγωμένο χυμό μάνγκο στα υπαίθρια παγκάκια του central square, one for the road, μια μπυρίτσα, στο faculty club ένα απόγευμα πριν την κάνουμε για το σπίτι.

[ακόμα αναρωτιέμαι αν έκανα καλά να παρατήσω τη Σιγκαπούρη, μετά από τρία χρόνια, για το Ρότερνταμ..].

Έτσι λοιπόν είχα την ευκαιρία, ή καλύτερα την τύχη, να ανακαλύψω ένα από τα λαμπρότερα μυαλά των καιρών μας. Το βιβλίο δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα αλλά μας διηγιότανε τα περιεχόμενά του. Με το συνεσταλμένο μισοχαμόγελο του σοφού που ψάχνει να βρει λέξεις να εκφραστεί, αλλά και τον χειμαρρώδη ανατρεπτικό ενθουσιασμό του έφηβου που με μια μονοκονδυλιά μπορεί να διαγράψει τα πάντα το επόμενο λεπτό, μας εξηγούσε πώς, μες στην παγκοσμιοποίηση, οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Πώς οι πατέντες και τα υπερκέρδη των φαρμακευτικών εταιρειών υπογράφουν τη θανατική καταδίκη εκατομμυρίων ανθρώπων στην Αφρική. Μας μιλούσε για τις απάτες (εγκλήματα, όπως τα έλεγε) των τραπεζών, για την αδυναμία των φτωχών χωρών να αποπληρώσουν το χρέος τους, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την αποψίλωση των δασών, τον ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών, και τόσα άλλα παραδείγματα όπου οι αγορές αποτυγχάνουν. Άπειρα τα παραδείγματα από τα χρόνια του κοντά στον Κλίντον αλλά και, μετά, στη Διεθνή Τράπεζα.

Τίποτα το καινούργιο. Δεν είχε σημασία τι έλεγε αλλά το πώς το έλεγε. Πώς μπορούσε τόσο απλά να τραβάει το χαλί κάτω απ τα πόδια τόσο του αρτηριοσκληρωτικού καθηγητή όσο και του επαναστάτη φοιτητή (ναι, και στη Σιγκαπούρη υπάρχουν επαναστάτες. Με τον τρόπο τους).

Ο Joe είναι καθηγητής στο Κολούμπια και το 2001, μαζί με τον George Akerlof του Berkeley και τον Michael Spence του Stanford πήρε το Νόμπελ στα οικονομικά για τη θεωρία του πάνω στην ασύμμετρη πληροφόρηση και πώς αυτή διαμορφώνει την οικονομική συμπεριφορά. Τι γίνεται δηλαδή όταν σε μια συναλλαγή ο ένας ξέρει περισσότερα απ τον άλλον. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. [2] Οι Άγγλοι έχουν μια έκφραση για κάποιον που δεν εμπιστεύονται: «would you buy a second hand car from him?» λένε. Με άλλα λόγια, ποιο είναι το κοινωνικό κόστος της ιδιωτικής ανεντιμότητας;

Μια συναφής θεωρία του Joe, σχετική με την ασύμμετρη πληροφόρηση, είναι αυτή του «ηθικού αστάθμητου παράγοντα» (moral hazard), με σημαντικές εφαρμογές στην ασφαλιστική αγορά. Τι γίνεται δηλαδή όταν η ασφαλιστική εταιρεία γνωρίζει λιγότερα για την κατάσταση του ασφαλιζόμενου την οποία ο τελευταίος έχει συμφέρον να αποκρύψει;

Ουπς. Άντε τώρα Βασίλη να αποφύγεις το ναυτιλιακό παράδειγμα!

Όταν ο εφοπλιστής ασφαλίζει το πλοίο του σε τιμή μικρότερη του ιδιωτικού ή κοινωνικού (θαλάσσια ρύπανση) κόστους ενός ατυχήματος, στην ουσία μετακυλά τον κίνδυνο αυτό στις πλάτες των άλλων ασφαλισμένων αλλά και της κοινωνίας. Ο Joe το βλέπει αυτό σαν μια κρυφή επιδότηση. Θα με ρωτήσεις φυσικά και γιατί τον ασφαλίζει η εταιρεία; Για δύο λόγους. Πρώτα, γιατί «όσα ξέρει ο (καραβο)κύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος». Asymmetry of information λέει ο Joe. Δεύτερον, γιατί αν δεν το κάνει, θα της φύγει ο πελάτης και θα πάει αλλού.

Κι ακόμα. Όταν ο εφοπλιστής έχει ασφάλεια, έχει δηλαδή το κεφαλάκι του ήσυχο, έχει λιγότερο ενδιαφέρον να ασκήσει χρηστή διαχείριση, σε σχέση με το πόσο προσεχτικός θα ήτανε αν ήταν ανασφάλιστος. Έτσι, συνολικά, ο κίνδυνος ατυχημάτων αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται το κόστος των ατυχημάτων αυτών, που θα κληθούν να επωμισθούν κάποιοι άλλοι.

Να κι άλλο ένα ναυτιλιακό!
Όταν ένας έμπορος ασφαλίζει το εμπόρευμά του κατά τη μεταφορά, λίγο τον νοιάζει τι πλοίο θα νοικιάσει. Για να μη σου πω ότι πολλές φορές υπερασφαλίζει το εμπόρευμα, έτσι ώστε ό,τι και να γίνει, κι αν το πλοίο αποφασίσει να κάνει παρέα με τα ψάρια στο βυθό, αυτός όχι μόνο θα πάρει τα λεφτά του απ την ασφάλεια αλλά θα βγάλει και κέρδος. Έτσι ο έμπορος, σαν αγοραστής μεταφορικών υπηρεσιών, δεν συμβάλει με την επιλογή του στην ποιοτική αναβάθμιση της ναυτιλίας, κάτι για το οποίο τόσα πολλά γράφονται.

Να λοιπόν Βασίλη παραδειγματάκια όπου οι ‘αγορές’ δεν δουλεύουν από μόνες τους και όπου χρειάζεται παρέμβαση. Ο ασφαλιστικός κολοσσός ΑΙG κατέρρευσε γιατί ασφάλιζε ασυνείδητους τραπεζίτες και golden boys, που πουλούσαν ακατανόητα δομημένα ομόλογα και άλλα τοξικά προϊόντα υψηλού κινδύνου, πολλές φορές παραπλανώντας συνταξιούχους και άλλους ανυποψίαστους φουκαράδες που έψαχναν κάτι καλύτερο.

Ο Joe δεν είναι κατά της παγκοσμιοποίησης ή του καπιταλισμού. Ούτε ο Κέυνς ήτανε. Όλοι μας βλέπουμε τα οφέλη τους.
Απλά γιατροί ήμαστε.
Γιατροσόφια ψάχνουμε να βρούμε, να κρατήσουμε τον ασθενή εν ζωή.

Γιατί, όπως είπε ο Τσώρτσιλ, ο καπιταλισμός είναι το χειρότερο σύστημα, εκτός από αυτά που δοκιμάσαμε και απορρίψαμε.
Χαίρε Βασίλειε.

Η. Χαραλαμπίδης

[1] Joseph E. Stiglitz (2006) Making Gobalization Work. W.W. Norton & Co, New York, London.
[2] Για όσους έχουν τα κότσια, συστήνω να διαβάσατε: George A. Akerlof (1970) The market for lemons: Quality, uncertainty and the market mechanism. Quarterly Journal of Economics, Vol. 84, No3, pp. 488-500. Είναι το πιο πολυδιαβασμένο άρθρο στα οικονομικά. Απορρίφθηκε όμως τρεις φορές πριν τελικά δημοσιευτεί! (αυτό για κάποιους άλλους αναγνώστες μου (www.palgrave-journals.com/mel) που με κατηγορούν ότι οι referees μου είναι πολύ αυστηροί..).

March 30, 2009

Όπου ακούς πολλά κεράσια..

Ένα από τα παράδοξα του καπιταλισμού είναι ότι πρέπει να κάνεις κουπί ώσπου να δεις τα ραδίκια από κάτω, που έλεγε κι ο αλησμόνητος Νίκος Τσιφόρος. Αν σταματήσεις να τραβάς κουπί, η βάρκα μπάζει νερά και βουλιάζει. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο να συνεχίσεις να δουλεύεις όσο πιο πολύ και όσο πιο εντατικά γίνεται Βασίλη, αλλά και τα λεφτά που κερδίζεις πρέπει να τα ξοδεύεις. Αν αποφασίσεις να σταματήσεις να ξοδεύεις και αντ’ αυτού αποταμιεύσεις, αν πιστέψεις πως υπάρχουν μεγαλύτερες αξίες στη ζωή από τον καταναλωτισμό, όπως η οικογένεια, η τιμή, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, η γνώση, η θρησκεία, το περιβάλλον, τότε υπάρχει πρόβλημα. Ύφεση και ανεργία ακολουθεί.

Πώς γίνεται αυτό; Να ένα απλό παράδειγμα, σαν αυτά που χρησιμοποιούμε στους φοιτητές μας, για να μας κατηγορούν μετά ότι τα μοντέλα μας δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα και ότι τους σπαταλάμε το χρόνο τους. Αλλά εδώ είναι το μυστικό του καλού δασκάλου. Να εξηγήσει στα παιδιά ότι τα μοντέλα αυτά δεν αποσκοπούν στο να απεικονίσουν την πραγματικότητα, αλλά είναι απλά αφετηρίες του τρένου της σκέψης. Είναι υπεραπλουστεύσεις, Ευκλείδη, που βοηθούν στο να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα. Είναι η άγκυρα που κρατάει το πλοίο στη θέση του. Είναι η πέτρα πάνω στην οποία θα χτίσουμε το σπίτι. Αν όμως δεν μπορέσουμε να δείξουμε ,ταυτόχρονα, τη φωτογραφία του σπιτιού στο παιδί (κάτι που μόνο η πείρα και τα γκρίζα μαλλιά μπορούν να κάνουν), αν περιοριστούμε στην ανάλυση και τις ιδιότητες της ‘πέτρας’ αντί να το διδάξουμε πώς να χρησιμοποιήσει την πέτρα για να χτίσει το σπίτι, τότε το χάσαμε το παιδί.

Ιδού λοιπόν το παράδειγμα.
Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας ζουν τρεις μόνο άνθρωποι, και υπάρχει κι ένα εργοστάσιο που φτιάχνει παπούτσια. Ο Ηλίας και ο Φίλιππος είναι εργάτες και ο Μάριος που έβαλε τα λεφτά του στο εργοστάσιο (μη ρωτήσεις εδώ πού τα βρήκε..) είναι ο ιδιοκτήτης του. Το εργοστάσιο φτιάχνει τρία ζευγάρια παπούτσια το χρόνο, ένα για τον καθένα τους. Το μόνο που μπορούν να κάνουν ο Ηλίας και ο Φίλιππος με το μισθό τους, και ο Μάριος με τα κέρδη του, είναι να αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια. Μια φορά, ο Ηλίας σκέφτεται ότι τη βγάζει κι άλλη μια χρονιά με το ίδιο ζευγάρι κι έτσι δεν αγοράζει καινούργιο. Τη χρονιά αυτή, ένα ζευγάρι παπούτσια μένει απούλητο. Ο Μάριος κατά συνέπεια αποφασίζει ότι την επόμενη χρονιά δεν θα πρέπει να φτιάξει τρία, αλλά μόνο δύο ζευγάρια. Για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται ένα εργάτη και όχι δύο. Έτσι, ο Φίλιππος βρίσκεται στο δρόμο.

Μα θα μου πεις δεν είναι καλό πράμα η αποταμίευση; Δεν οδηγεί σε επενδύσεις και έτσι σε μεγέθυνση, απασχόληση και ευημερία; Και εδώ, η συμβολή του Κέυνς ήταν μεγάλη. Έδειξε πως επειδή αυτοί που αποταμιεύουν είναι κατά κανόνα άλλοι απ’ αυτούς που επενδύουν, επενδύσεις και αποταμιεύσεις δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν. Όταν όμως οι πρώτες υπολείπονται των δεύτερων, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όπως όταν η ζήτηση υπολείπεται της προσφοράς: εν ολίγοις ύφεση και ανεργία (βλ. προηγούμενο άρθρο Keynesianism).

Πρέπει λοιπόν να ξοδέψεις Βασίλη και να καταναλώσεις. Αν δε το κάνεις κάποιος άλλος θα το κάνει για λογαριασμό σου, με τα λεφτά σου. Πρώτα χτυπάει την πόρτα σου το μάρκετινγκ και η διαφήμιση. Περισσότερο τέχνη παρά επιστήμη. Με πλύση εγκεφάλου και προχωρημένη ψυχολογία θα σου δημιουργήσει ανάγκες και θα σε πείσει να ξοδέψεις (μεγάλο κεφάλαιο αυτό και επίκειται μελλοντικό άρθρο).

Αν δεν τα καταφέρει το μάρκετινγκ, έρχεται με τη σειρά του το Κράτος: «δεν μπορείς να ξοδέψεις εσύ ιδιωτικά, τότε θα ξοδέψω εγώ για σένα δημόσια». Πώς το κάνει αυτό; Πολύ έξυπνα. Όχι φορολογώντας σε, γιατί σε περίοδο κρίσης αυτό είναι δύσκολο, αλλά πουλώντας σου κρατικά ομόλογα. Σου παίρνει τα λεφτά και σου δίνει ένα υποσχετικό: «δώσε μου τα λεφτά τώρα και θα στα δώσω πίσω σε 10 χρόνια με τόκο». Κάνοντάς το, στηρίζεται στην αβεβαιότητά σου για το μέλλον, και στη σχετική σιγουριά που σου προσφέρει (να μην πω αστειευόμενος και περηφάνια) το να είσαι δανειστής του κράτους σου!

Το ερώτημα βέβαια είναι πόσο ψηλός θα πρέπει να είναι αυτός ο τόκος για να κάνει την πρόταση ελκυστική. Πόσα θες Βασίλη για να το αγοράσεις το κρατικό ομόλογο; Πόσο μεγάλο θες το καρότο;

«όσο πιο πολλά γίνεται» θα πεις φυσικά, ε;

Και εδώ είναι η λούμπα που δεν θα πρέπει να πέσεις.
Όσο πιο πολλά σου υπόσχονται, τόσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να μη τα πάρεις πίσω ποτέ. Όσο πιο μεγάλο το καρότο, τόσο πιο πιθανό είναι να βαρυστομαχιάσεις. Απόδοση και κίνδυνος πάνε χέρι-χέρι. Οι πιο επισφαλείς επενδύσεις είναι αυτές που υπόσχονται μεγάλες αποδόσεις. Φοβού τους τάζοντες λαγούς με πετραχήλια. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα όταν κάποιος σου υπόσχεται πολλά. Κράτα καλύτερα μικρό καλάθι.

Το κράτος, σαν πωλητής, έχει συμφέρον να σου προσφέρει όσο το δυνατόν μικρότερη ανταμοιβή για τα λεφτά σου. Με άλλα λόγια, θέλει να δανειστεί με όσο γίνεται πιο χαμηλό κόστος. Για το κράτος, όπως και για κάθε άλλη ‘επιχείρηση’, ψηλό κόστος δανεισμού συνεπάγεται μεγαλύτερη δυσκολία στο να τα βγάλει πέρα και να μπορέσει μελλοντικά να ξεπληρώσει το χρέος του. Επιχειρήσεις και κράτη πολλές φορές χρεοκοπούν, και πολλά είναι τα παραδείγματα σε Λατινική Αμερική και Ασία και σε χώρες που ακολούθησαν τις συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

Όταν λοιπόν το κράτος μπορεί και δανείζεται με μικρό κόστος, όταν δηλαδή οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων είναι χαμηλές, και παρ’ όλα αυτά μπορεί ακόμα και τα πουλάει, αυτό σημαίνει ότι ο αγοραστής, εσύ δηλαδή Βασίλη, έχει εμπιστοσύνη στην πιστοληπτική ικανότητα του κράτους και κατά συνέπεια στις μελλοντικές προοπτικές της χώρας του.

Θα μου πεις τώρα και καλά «αν ήξερα εγώ ποιες είναι η προοπτικές της χώρας μου δεν θα ήμουν φαναρτζής αλλά υπουργός οικονομικών». Και πώς να ξέρω όταν δεν έχω καιρό να διαβάσω; Όταν τα κανάλια, αντί να μου εξηγήσουν, μου σερβίρουν νυχθημερόν σκουπίδια; Όταν το ένα κόμμα λέει άλφα και το άλλο βήτα χωρίς να μπορούν να συνεννοηθούν ακόμα και στα αυτονόητα;

Σωστά όλα αυτά, αλλά υπάρχει τρόπος.
Επειδή τα ομόλογα αυτά δεν τα αγοράζουμε μόνο εμείς αλλά και οι ξένοι, μπορούμε να βασιστούμε στις δικές τους εκτιμήσεις αλλά και σε αυτές των ‘οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης’ (Moody’s και Standard and Poor’s). [Θα σου πω άλλη φορά Βασίλη τι είναι αυτοί οι οίκοι, τι κάνουν και πώς το κάνουν, αλλά και πόσο υπεύθυνοι είναι και οι ίδιοι για την παρούσα οικονομική κρίση].

Μπορούν λοιπόν οι οίκοι αυτοί να υποβαθμίσουν τη χώρα στη Β’ εθνική ή να την ανεβάσουν στην Α’. Οι αξιολογήσεις τους αυτές διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες των επενδυτών, και κατά συνέπεια τις τιμές και τις αποδόσεις των ομολόγων. Όταν λοιπόν βλέπεις ότι οι αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων είναι κατά αρκετές μονάδες παραπάνω από αυτές των Γερμανικών, τότε ξέρεις ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας. Και έτσι δεν αγοράζεις. Όσο πιο επιφυλακτικός είσαι, τόσο μεγαλύτερη η προσπάθεια του ‘πωλητή’ να σου πουλήσει. Και όσο μεγαλύτερη η προσπάθειά του, τόσο πιο επιφυλακτικός γίνεσαι. Εδώ μπαίνει ο ρόλος των ‘προσδοκιών’ και του αποσταθεροποιητικού τους χαρακτήρα. Αυτό που μας οδήγησε στην παρούσα κρίση.

Χάνοντας λοιπόν, δικαιολογημένα, την εμπιστοσύνη σου στο τραπεζικό σύστημα, τον κινητήρα της οικονομίας, σήκωσες τα λεφτά, τα έκρυψες στη ντιβανοκασέλα, και αποφάσισες να σταματήσεις να ξοδεύεις Βασίλη.

Επανέρχομαι από βδομάδας, πρώτα ο Θεός, να σου εξηγήσω πώς μέσα από αρνητικές προσδοκίες και έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να περάσουμε από μια χρηματοπιστωτική φούσκα σε κρίση της πραγματικής οικονομίας.
Πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Και πώς έχασες τη δουλειά σου.
Τα λέμε.

Η. Χαραλαμπίδης

March 24, 2009

Keynesianism (ή καστανάδες και σελέμηδες)

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία, Βασίλη, περί Κεϋνσιανισμού.
Τι ‘φρούτο’ είναι πάλι αυτό; θα μου πεις.
Το έχει καταγράψει ο Μπαμπινιώτης;
Πού κολλάει στο καινούργιο μου λεξιλόγιο της εκλογομανίας, των κουκουλοφόρων, της σημειολογίας, των σηματοδοτήσεων, των στοιχημάτων και των αποκωδικοποιήσεων;

Σχετικά με τις ‘αποκωδικοποιήσεις’, είπε προχθές ο Καραμανλής ότι θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση χωρίς να αναλογιστεί το πολιτικό κόστος. Και η πάντα χαμογελαστή Πηνελόπη Γαβρά της ΝΕΤ ζήτησε απ’ τον ανταποκριτή της στις Βρυξέλλες να της το ‘αποκωδικοποιήσει’!

Αλλά πίσω στον Κέυνς.
Ο John Maynard Keynes ήταν ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του 20ου αιώνα. Για πολλούς, ίσως ο σημαντικότερος. Χιλιάδες σελίδες το έργο του, αλλά η σημαντικότερη συμβολή του ήταν το βιβλίο του «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος». Δύσκολο έργο, ακόμα και για οικονομολόγους, αλλά η κεντρική του ιδέα απλή: Σε περιόδους ύφεσης, ο ρόλος του Κράτους πρέπει να είναι ουσιαστικός. Όταν η συνολική ενεργός ζήτηση υπολείπεται της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας, σε απλά Αγγλικά όταν ζητάς Βασίλη λιγότερο σαπούνι απ’ ότι η σαπωνοποιία μπορεί να φτιάξει, τότε έρχεται το Κράτος αρωγός και με δημόσιες επενδύσεις σε δρόμους, λιμάνια, σχολεία, νοσοκομεία κλπ μοιράζει στον κόσμο λεφτά. Με τα λεφτά αυτά θα ζητήσεις περισσότερο σαπούνι και έτσι το εργοστάσιο θα πάρει ξανά μπροστά και θα σε ξανα-προσλάβει.

Καλό θα ήταν βέβαια οι επενδύσεις αυτές να είναι παραγωγικές και καλά σχεδιασμένες έτσι ώστε να αυξήσουν μακροχρόνια την παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας. Αλλά και να μην είναι, ακόμα και να βάζει η κυβέρνηση τον κόσμο να σκάβει τρύπες στα χωράφια, όπως είπε ο Κέυνς, και αυτό αρκετό είναι για να ξαναπάρει ‘μπρος η οικονομία.

Θα μου πεις τώρα βέβαια πού θα βρει το Κράτος τα λεφτά; Δύο τρόποι υπάρχουν: να δανειστεί ή να ‘κόψει’ νέο χρήμα. Και οι δύο πολιτικές έχουν τα προβλήματα τους αλλά το κόστος των προβλημάτων αυτών, σε περιόδους κρίσης, είναι πολύ μικρότερο από το όφελος της επανενεργοποίησης της οικονομίας.

Η Κεϋνσιανή συνταγή δούλεψε καλά στο παρελθόν, όταν όμως οι οικονομίες ήταν πολύ πιο κλειστές απ’ ότι σήμερα. Τότε, τα οφέλη από τις δημόσιες αυτές επενδύσεις παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό ‘μέσα’ στις χώρες που τις έκαναν, και τα οφέλη τα απολάμβαναν οι πολίτες που είχαν χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις με τους φόρους τους. Σε μια ανοιχτή, παγκόσμια, οικονομία όμως, τα οφέλη αυτά διαχέονται πολύ ευρύτερα και αυτοί που τα απολαμβάνουν μπορεί να βρίσκονται, και συνήθως βρίσκονται, σε τρίτες χώρες.

Άλλος κερνάει και άλλος πίνει που λέμε (ή το γραφικότερο..).

Για παράδειγμα, φτιάχνει η Γερμανία ένα αυτοκινητόδρομο, με δημόσιο χρήμα, απ’ τον οποίο επωφελούνται Κινέζοι εξαγωγείς που μεταφέρουν προϊόντα προς πώληση στη Γαλλία. Κατασκευάζει η Ολλανδία ένα λιμάνι απ’ όπου περνούν Αμερικάνικα κοντέινερς με προορισμό την Ελβετία.

Γι αυτό λοιπόν το λόγο ακούς καθημερινά πλέον Βασίλη ότι η έξοδος από την κρίση απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες. Διαφορετικά έχουμε το πρόβλημα του free rider, του σελέμη που λέμε. «κάνε το παγώνι, άσε τον άλλο να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά κι εμείς τα τρώμε όταν έχουν κρυώσει».

Στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία, ο καστανάς είναι η Αμερική και ο σελέμης η Ευρώπη. Ο πρώτος ξοδεύει τρισεκατομμύρια. Η δεύτερη κάνει το παγώνι.
Και καλά κάνει εδώ που τα λέμε.
«εσύ τα έκανες, εσύ τώρα να τα καθαρίσεις» είναι η ανομολόγητη βέβαια θέση της.
Και είναι σωστή.

Η. Χαραλαμπίδης

February 28, 2009

Προβλέψεις

(Μαραθώνιος Ρότερνταμ 2008. Ο παππούλης δίπλα μου είναι συνομήλικος του Pierce Brosnan!) ~~ Παρ’ όλο που δεν φιλοξενώ γράμματα αναγνωστών αποφάσισα να ανεβάσω το παρακάτω. Όχι για να κάνω διαφήμιση στο Σταυράκο (που με κάνει περήφανο φυσικά) αλλά γιατί όταν για χρόνια διατυμπάνιζα, μέσω οικονομικής ευημερίας, την επερχόμενη οικονομική/ναυτιλιακή κρίση, πολλοί με αποκαλούσαν «Κασσάνδρα». ~~
Κύριε Καθηγητά καλημέρα
Αν και δεν επικοινωνώ μαζί σας όπως θα έπρεπε, συχνά σας έχω στο μυαλό μου, ειδικά τώρα με τη κρίση στη ναυτιλία, θυμούμενος αυτά που μας διδάξατε στο μάθημα του MEL στο ALBA το 2006. Χαίρομαι που το έκανα αυτό το μάθημα μαζί σας. Ήταν το μόνο που πήρα από το shipping ως απόφοιτος ALBA. Θυμάμαι επίσης συχνά τις συζητήσεις μας και τις απόψεις σας για την αγορά ακινήτων, την ναυτιλία και την παγκόσμια οικονομία. Είχατε δίκιο σε όλα. Ένας λόγος παραπάνω που σας σκέφτηκα είναι και η ανακοίνωση της υπογραφής συμβάσεως με την Cosco, η ευκαιρία για την ανάπτυξη των λιμένων, και το μέλλον του Πειραιά στον τομέα των λιμενικών υπηρεσιών που με τόση διορατικότητα υπογραμμίζατε. Είναι προφανές ότι όχι μόνο έχετε καλή ενημέρωση και γνώση της αγοράς αλλά προβλέπετε νωρίς και με ρεαλισμό αυτά που πολλοί «ειδικοί» στους χώρους των επιχειρήσεων θα ήθελαν να γνωρίζουν έγκαιρα. Έχω μάθει ότι δεν διδάσκετε πια στο ALBA αλλά θα χαιρόμουν πολύ εάν σας έβλεπα σε κάποια επίσκεψή σας. Σας προσκαλώ στην Μαρίνα Φλοίσβου στην επόμενη επίσκεψή σας, έχουμε πολύ ωραίους χώρους στην μαρίνα πλέον, εστιατόρια, εμπορικά, κ.α. Πείτε μου πότε μπορείτε. Με εκτίμηση Stavros Katsikadis Managing Director LAMDA TechnOL Flisvos Marina S.A. Paleo Faliro, 175 61, Athens, Greece Web: http://www.flisvosmarina.com/

January 21, 2009

20 Γενάρη 2009

Έξι δισεκατομμύρια απελπισμένοι σήκωσαν τα μάτια απ το βούρκο της καθημερινότητας, ψάχνοντας απεγνωσμένα την ελπίδα σ’ ένα συννεφάκι που έπλεε δειλά πάνω απ το Καπιτώλιο.
Θα τους τη δώσει;
Ναι.
Γιατί όταν πιάσεις πάτο, ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω.
I stand here today humbled by the task before us, είπε.
Ένα προικισμένο άτομο.
Ένας ακαταμάχητος ρήτορας.
Ένας γεννημένος ηγέτης.
Η μεγαλύτερη και δυσκολότερη πρόκληση θα είναι να πείσει την ανθρωπότητα να συγχωρήσει τους Αμερικανούς για τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Εγώ για ένα πράμα προσεύχομαι:
Ο Θεός να τον προστατεύσει..

Η. Χαραλαμπίδης