Η ουρά π' αυξάνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με το ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ό,τι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία
στην ταχτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ό,τι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία
στην ταχτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει
(Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο)
Δ. Σαββόπουλος, τραγουδοποιός
- «Εσύ γράφε αυτά που ‘χεις να πεις, χωρίς αναστολές και χωρίς να σε νοιάζει τι λέει ο ένας και ο άλλος» μου λέει τις προάλλες ένας φίλος στη Χάγη.
Και είχε δίκιο φυσικά.
Εγώ όμως εξακολουθώ ν’ ανησυχώ με τα γραφόμενα μου.
Ειδικά τώρα που ο Βασίλης μεγαλώνει και βγάζει δοντάκια..
Μήπως η προσέγγισή μου είναι λάθος;
Μήπως το κοινωνικο-οικονομικό ‘κοστούμι’ που ράβω χρόνια τώρα στην κεφάλα μου θα πρέπει να το ‘πουλήσω’ σαν κοστούμι (βλ. βιβλίο) και όχι κομμάτι κομμάτι (βλ. αρθράκια);
Μήπως η αποσπασματική ανάγνωση οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και έτσι, αντί να ξυπνήσεις Βασίλη, πέσεις σε βαθύτερο λήθαργο;
Μήπως σου κάνει το παντελόνι αλλά δεν σου μπαίνει το σακάκι;
Μήπως υπάρχει άλλος δρόμος καλύτερος και αποτελεσματικότερος;
Μήπως. Μήπως. Μήπως..
Μήπως να τα βροντήσω καλύτερα και να πάω δάσκαλος στο Κολοκοτρωνίτσι;[1]
Μια παράγραφος, η ‘αποσπασματικότητα’ της οποίας με είχε απασχολήσει σοβαρά όταν έγραφα το Τσούζει αλλά μ’ αρέσει (4 Ιουνίου 2005) ήταν η ακόλουθη:
«…Απλά δεν είναι δημοκρατία.Μια παρωδία δημοκρατίας σε βαθιά παρακμή είναι.Και αν είχα να διαλέξω μεταξύ μιας τέτοιας δημοκρατίας και μιας πεφωτισμένης και αδιάφθορης δεσποτείας, σαν αυτή της Σιγκαπούρης, που μόνο μέλημα έχει τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και την προστασία των πολλών απ’ τις πρακτικές ομηρίας των ολίγων (συμπεριλαμβανομένου και του Τύπου, των αισχροκερδών, αλλά και των πάσης φύσης συντεχνιών), θα διάλεγα την τελευταία.Μήπως υπάρχει και καμιά διαφορά;Εμείς απλά βαφτίζουμε το σύστημα ‘δημοκρατία’, ‘ελευθερία’, και νηστίσιμο χταποδάκι. Και το τρώμε βαρυστομαχιάζοντας.Εκείνοι το καλούν με τ’ όνομά του, το αποδέχονται και ζουν ευτυχισμένοι.Η μόνη διαφορά είναι στο βαθμό υποκρισίας…».
Ψαχουλεύοντας απεγνωσμένα για επιβεβαίωση, το ‘χα δείξει σ’ έναν ανεκτίμητο φίλο και σεβαστό δάσκαλο. Ένα λαμπρό, προικισμένο και αδάμαστο μυαλό. Ένα βαθυστόχαστο μελετητή του κοινωνικού μας γίγνεσθαι.
- «Τι λέτε, να το δημοσιεύσω;»
- …
(Εξακολουθεί να διαβάζει σιωπηλός και συνοφρυωμένος).
- «Τι λέτε;» (ξαναρωτώ, τρώγοντας τα νύχια μου..).
- …
Τελειώνοντας το διάβασμα σηκώνει τα μάτια, καμακώνει ένα κεφτεδάκι, και το περιεργάζεται σα να μην είχε ξαναδεί κεφτεδάκι στη ζωή του.
Ήταν μαζί μου αλλά δεν ήταν εκεί.
Στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένος.
Δεν τόλμησα να τον διακόψω.
Κάποτε επέστρεψε.
- «Βάλτο ρε συ Ηρακλή. Βάλτο να πάει στο διάολο..»
«Γέρασε πια» σκέφτηκα χαμογελώντας στοργικά όπως σήκωνα το ποτήρι στην υγειά του, νεύοντας ανεπαίσθητα το κεφάλι, σε μια βουβή, συνωμοτική, ένδειξη ευγνωμοσύνης κι ενός για χρόνια ανομολόγητου σεβασμού.
Δεν είπαμε πολλά σ’ εκείνη μας τη συνάντηση.
Τι είχαμε άλλωστε να πούμε..
Μου ‘δειξε με συγκρατημένο καμάρι μια φωτογραφία του εγγονού του.
Όμορφο παλικάρι.
Στην ηλικία του Ευκλείδη.
- «Αχ και να τον έβλεπε τώρα η γιαγιά του..»
Γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα πα’ στο τραπέζι και με την παλάμη μου προσπαθούσα για ώρα να την ξετσαλακώσω με μια αφύσικη επιμέλεια και σοβαρότητα. Για να μη δω τα μάτια του.
- «αυτό το πορτοφόλι το θυμάμαι τουλάχιστο είκοσι χρόνια» ήταν το μόνο που βρήκα να πω μετά από κάμποση ώρα.
- «Όντως. Η … μου το ‘χε πάρει, μια φορά που ‘χαμε πάει μαζί στη Μαδρίτη. Ε, κι από τότε δεν έτυχε να τ’ αλλάξω..»
- «αυτό το πορτοφόλι το θυμάμαι τουλάχιστο είκοσι χρόνια» ήταν το μόνο που βρήκα να πω μετά από κάμποση ώρα.
- «Όντως. Η … μου το ‘χε πάρει, μια φορά που ‘χαμε πάει μαζί στη Μαδρίτη. Ε, κι από τότε δεν έτυχε να τ’ αλλάξω..»
Έστριψα τον laptop προς το μέρος μου.
(Μυγάκια πρέπει να ‘χε στον κήπο..)
Και πάτησα ‘Publish’.
- «Νοστιμότατο» είπε χαμογελώντας πονηρά, κοιτάζοντάς με με την άκρη του ματιού του, πίσω απ' τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του.
Και μάλλον στο κεφτεδάκι πρέπει να αναφερόταν.
Που ‘χε αρχίσει επιτέλους να μασουλάει.
Η. Χαραλαμπίδης
[1] Τ’ όνομα του φανταστικού χωριού της ορεινής Αρκαδίας όπου διαδραματίζεται η εξαίσια σειρά του Χάρη Ρώμα και της Άννας Χατζησοφιά «Το Καφέ της Χαράς». Βλέπε ομώνυμο άρθρο μου στις 7 Μαΐου 2005.
No comments:
Post a Comment