«κάποιοι με κατηγόρησαν για έλλειψη αναγνωρισιμότητας, αλλά τέτοια αναγνωρισιμότητα εγώ τους τη χαρίζω» (Μαίρη
Ματσούκα, Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ)
«όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρι» (λαϊκή παροιμία)
Αφορμή για το σημερινό άρθρο ήταν η παραπάνω πρόσφατη δήλωση της κυρίας
Ματσούκα. Με άλλα λόγια, ‘εγώ είμαι αυτή που είμαι και δεν χρειάζομαι τη δημοσιότητα των τηλε-παραθύρων’. Ίσως να είναι κι έτσι. Ίσως ο πολίτης να έχει πραγματικά βαρεθεί την ξύλινη, γενικόλογη, και κενή περιεχομένου –albeit άψογα καλλιεργημένη και προβαρισμένη- γλώσσα του επαγγελματία πολιτικού. Με μία διαφορά. Η αναγνωρισιμότητα από μόνη της δεν είναι αρκετή, αν δεν συνοδεύεται από το ανάλογο πολιτικό κύρος. Η ‘αναγνωρισιμότητα’ και αυτή αναγνωρίζεται. Αναγνωρισιμότητα έχει ο Θόδωρος
Πάγκαλος αλλά και η Άντζελα
Γκερέκου. Ο Νικήτας
Κακλαμάνης αλλά και ο Κώστας
Καρράς. Αλλά άλλο αναγνωρίσιμος και άλλο αναγνωρισμένος. Και ο κόσμος μπορεί να δει αυτή τη διαφορά.
Όπως ο Γιώργος
Παπανδρέου δε δίνει λευκή επιταγή στη ΝΔ, έτσι και ο λαός δεν θα δώσει σήμερα λευκή επιταγή στο Γιώργο για την κατάρτιση του ψηφοδελτίου του. Κρατώντας τα χαρτιά του κλειστά μέχρι το παρά πέντε, ο κ.
Παπανδρέου δεν έδωσε στον κόσμο την ευκαιρία να ακούσει τους ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ, να τους γνωρίσει, και να τον πείσουν ότι αξίζει να τους ψηφίσει. Πόσο μάλλον όταν ο κ.
Παπανδρέου διατείνεται για το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι εκλογές για την Ελλάδα. Ο αρχηγός μπορεί να καταρτίζει το ψηφοδέλτιο αλλά ο λαός ψηφίζει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το εργοστάσιο παράγει το προϊόν, αλλά ο καταναλωτής αγοράζει. Και το αγοράζει όχι γιατί του λένε ότι το παράγει η Philips, η Procter & Gable ή η Unilever, αλλά επειδή είτε το αναγνωρίζει, ή το έχει δοκιμάσει και το εμπιστεύεται. Στην περίπτωση των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ κανένα από τα δύο δεν συνέβη. Παρ’ όλα αυτά, καλούμαστε να τους ψηφίσουμε. Με λευκή επιταγή. Επειδή το είπε ο Γιώργος.
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι η οικονομική και κοινωνική πρόοδος επιτυγχάνονται όχι τόσο από τους ‘αναγνωρίσιμους’, όσο από τον άγνωστο τεχνοκράτη, επιστήμονα, καλλιτέχνη. Τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας. Αλλά στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία, το να αγνοεί κανείς τη δύναμη της διαφήμισης, της προβολής και του μάρκετινγκ είναι μεγάλο στρατηγικό λάθος. Ο καταναλωτής ‘πρέπει’ να ξοδέψει. Αν δεν το κάνει, το σύστημα καταρρέει. Ανεργία και ύφεση ακολουθούν. Το μάρκετινγκ είναι έτσι το δεκανίκι του καπιταλισμού. Η αναγνωρισιμότητα (brand awareness) μέσω της διαφοροποίησης του προϊόντος είναι σήμερα η κύρια στρατηγική πωλήσεων της εταιρείας.
Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Το ‘κυριαρχικό δικαίωμα’ έχει καταντήσει κακόγουστο αστείο. Ο πολίτης δεν ψηφίζει οικονομικά προγράμματα και προϋπολογισμούς. Όχι γιατί δεν τον ενδιαφέρουν, αλλά γιατί δεν τα καταλαβαίνει. Δεν τα πιστεύει. Πιστεύει ότι όλοι του λένε τα ίδια. Όλοι τον κοροϊδεύουν.(*) Δεν διαβάζει. Δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί. Δεν έχει διάθεση να ασχοληθεί. Γιατί τον απασχολεί η καθημερινότητά του. Το πώς θα αποπληρώσει το δάνειο. Πώς θα πληρώσει το σχολείο των παιδιών. Και τι θα γίνει αν χάσει την όλο και πιο αβέβαιη δουλειά του. Έτσι, το όπιο στο άγχος της καθημερινότητάς του είναι το zapping ανάμεσα στη
Στάη και τον
Χατζηνικολάου. Και συν όλα τα άλλα, ακόμα δεν τον πείσαμε ότι τα εκατομμύρια που ξοδεύονται σε προεκλογικές εκστρατείες είναι ανιδιοτελή και στο μόνο που αποσκοπούν είναι να μετατρέψουν υποψήφιους βουλευτές σε ‘υπηρέτες’ του λαού.
Με πλήρη επίγνωση του ότι γίνομαι κοινότυπος, λέω πως η πολιτική έχει απαξιωθεί στα μάτια του πολίτη. Γι’ αυτό και η ψήφος είναι ακόμα υποχρεωτική. Μια κληρονομιά από παλιότερες εποχές
˙ τότε που αν δεν είχες σφραγίδα στο εκλογικό βιβλιάριο, ή τρύπα στην ταυτότητά σου, δεν μπορούσες να βρεις δουλειά. Έτσι, όταν ο πολίτης δε συμμετέχει στην πολιτική, αλλά παρ’ όλα αυτά καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε παρόμοια κατά τ’ άλλα προγράμματα, ανάμεσα στην κάλπη και την παραλία, είναι λογικό να επιλέγει με βάση την αναγνωρισιμότητα. Πολιτική, αθλητική, καλλιτεχνική, κινηματογραφική. Ακόμα και πορνογραφική
˙ όπως πιστεύουν οι Τσέχοι εταίροι μας και η υποψήφια ευρωβουλευτής τους κυρία Nora
Baumberger. Και γιατί όχι; Κάποτε, όταν δεν υπήρχε τηλεόραση, πολλές γυναίκες ψήφιζαν με βάση το παράστημα του Κωνσταντίνου
Καραμανλή. Και τα κόμματα το ξέρουν αυτό. Και το εκμεταλλεύονται
˙ όπως οι καναλάρχες τα παράθυρά τους.
Αλλά πάντα πρέπει να καταλήγουμε με μια θετική νότα σε ένα μισογεμάτο ποτήρι. Ο νέος πολιτικός πολιτισμός δεν μας ήρθε ακόμα. Αλλά δεν θα αργήσει. Θα μας έρθει μέσα απ’ την παιδεία. Όταν οι θεσμοί παγιωθούν, καταξιωθούν και γίνουν αδιαπραγμάτευτες και απαρέγκλιτες αξίες. Όταν πάψουμε πια να τα παίρνουμε όλα σε προσωπικό επίπεδο. Όταν, στη συνείδησή μας, η γενική κοινωνική ευημερία αποκτήσει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, αξία με την επιδίωξη του προσωπικού μας συμφέροντος. Όταν αποφεύγεται η υπερβολή και υιοθετείται η μετριοπάθεια και η συναίνεση. Η Ευρώπη έχει ακόμα πολλά να μας διδάξει.
Όπως και να ‘χει, και εν κατακλείδι
˙ στο θέμα μας. Όταν η αναγνωρισιμότητα είναι το κύριο μέλημα των περισσότερων ανερχόμενων πολιτικών νεοσσών, η δήλωση της κυρίας
Ματσούκα ότι ‘δεν τη χρειάζεται’ μόνο στο κρεμαστάρι της αλεπούς μπορεί να αποδοθεί. Και ήταν μια δήλωση λίγο αυθάδης θα έλεγα, προς όλους τους άλλους υποψήφιους, νέους ή μη, που είχαν αντίθετη άποψη. Καλή επιτυχία σήμερα κυρία
Ματσούκα. Εγώ θα είμαι εδώ να σας υπενθυμίσω τη δήλωσή σας την επόμενη φορά που θα σας δω σε τηλεπαράθυρο.
(Αντί επιλόγου, προς Κώστα
Σημίτη: Χαίρομαι Κύριε Πρόεδρε που η επίσκεψή σας στο Λουξεμβούργο δεν ήταν προ-ευρω-εκλογικό πυροτέχνημα. Ή μήπως ήταν;)
ΗΗ
* Και πώς να μην το πιστεύει όταν, για παράδειγμα, στην τελευταία τηλεμαχία ο μεν πρωθυπουργός περιγράφει πόσο τέλεια έχουν γίνει όλα μέσα στους τελευταίους τρεις μήνες, ο δε αρχηγός της αντιπολίτευσης ανταπαντά ότι δεν έχει γίνει τίποτε και η κυβέρνηση είναι ακυβέρνητο καράβι; Ένας απ’ τους δύο πρέπει να τον κοροϊδεύει
˙ νομίζω;