December 28, 2020

Ποταμός Yalu


Τον Ποταμό Yalu (περίπου 800 χμ) που ορίζει τα σύνορα μεταξύ της Επαρχίας Liaoning (Dalian Maritime University) και Βόρειας Κορέας, τον έχω εξερευνήσει αρκετές φορές, εκείνα τα ‘μακρά Σαββατοκύριακα’ του Μαΐου και του Σεπτέμβρη, που τα περίμενα πώς και πώς για να πάρω μια ανάσα.

Από το Dalian ως την Dandong (σύνορα), η απόσταση είναι λιγότερο από τρεις ώρες με τ’ αυτοκίνητο, σε πολύ καλό δρόμο.

Το ποτάμι έχει ρηχά νερά και η ναυσιπλοΐα είναι δύσκολη, εκτός από τα μικρά σκάφη που μεταφέρουν την πλούσια ξυλεία της περιοχής στις εκβολές του ποταμού, κοντά στην Κινεζική πόλη Dandong, απ’ όπου ξεκινάει και η γέφυρα της Σινο-Κορεατικής Φιλίας (φωτογραφία). Η γέφυρα, η μόνη που απέμεινε απ’ τους βομβαρδισμούς του Πολέμου της Κορέας, έχει μήκος λιγότερο από χιλιόμετρο. Το χειμώνα, το ποτάμι παγώνει και διασχίζεται συχνά με τα πόδια.

Το ποτάμι, φυσικά, είναι ένας επίγειος παράδεισος με τρία υδροηλεκτρικά φράγματα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Είδα υδροβιότοπους, βιομηχανία, νησιά, τουρισμό, αλλά και κοινότητες χωρίς ηλεκτρικό…

Από τη γέφυρα μέχρι την Πιονγιάνγκ (πρωτεύουσα της Β. Κορέας) είναι δυο ώρες με το τραίνο. Αυτή είναι και η επόμενη περιπέτειά μου, μόλις ο κορωνοϊός μας το επιτρέψει και οι φίλοι και συνάδελφοι στο DMU καταφέρουν να μου βγάλουν μια βίζα επισκέπτη (συνοδευόμενου φυσικά). 

Έχει ο Θεός.

ΗΧ

October 02, 2020

COVID19: (Α)πειθαρχία, το λιοντάρι στο κλουβί, ο Ευκλείδης, και το Σουηδικό μοντέλο


Πολλά γράφονται και λέγονται τον τελευταίο καιρό για την απειθαρχία των νέων στα μέτρα κατά του κορωνοϊού, και για την αδιαφορία τους στις σοβαρές συνέπειες του ιού στις σχετικά πιο ευάλωτες ηλικίες της συλλογικότητάς μας.

Η αλήθεια όμως είναι πως η απειθαρχία δεν είναι φαινόμενο μόνο των νέων. Απειθαρχία είναι η γενικότερη ‘αντίδραση’ του φιλελευθερισμού στο υπερ-ρυθμισμένο κράτος. Είναι η αντίδραση του DNA του λύκου, του κυνηγού και του θηρευτή (predator) που για να επιβιώσει υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί με τις νόρμες, τους νόμους και τις ρυθμίσεις μιας στάνης προβάτων. Αλλά το DNA δεν αλλάζει σε 100, ούτε σε 200, ούτε σε 300 χρόνια. 

Πριν από λίγο καιρό, σοβαρός συνάδελφος και καλός επιστήμονας προσπάθησε να ερμηνεύσει την επιτυχία ( sic ) του Σουηδικού μοντέλου απέναντι στον κορωνοϊό. Η εξήγηση που έδωσε ήταν πως ο Σουηδός είναι πειθαρχημένος και υπακούει τυφλά στους νόμους. Δεν ξέρω από πού άντλησε τα συμπεράσματά του ο καλός συνάδελφος αλλά η δική μου εμπειρία, μετά από 6 σχεδόν χρόνια παραμονής στην υπέροχη αυτή χώρα, είναι ακριβώς η αντίθετη. Ο Σουηδός δε θα παρανομήσει. Αλλά θα βρει χίλιους τρόπους να ‘περικυκλώσει’ το νόμο και να αντιδράσει στις ρυθμίσεις του. Για να χρησιμοποιήσω μια γενικευμένη πλέον έκφραση της Αγγλικής, «δε σπάει το νόμο˙ απλά τον ‘κάμπτει’ λιγάκι». Να λοιπόν τρία διασκεδαστικά παραδείγματα από τη χώρα αυτή, που δε χάνω ευκαιρία να τα επαναλαμβάνω.

1.      Στην πολυκατοικία που μέναμε ήταν κάποιος που κάπνιζε συστηματικά στο ασανσέρ κάθε πρωί. Κι εγώ καπνιστής ήμουν τότε αλλά, στις 7 η ώρα το πρωί καθ’ οδόν για το γραφείο, να μπαίνεις σε ασανσέρ που έχουν μόλις καπνίσει δεν είναι και ό,τι το πιο ευχάριστο. Και οι άλλοι ένοικοι είχαν την ίδια άποψη. Έτσι, αποφασίσαμε να κολλήσουμε ένα σημείωμα πάνω στον καθρέφτη που ‘παρακαλούσε’ για λίγο σεβασμό στους μη καπνιστές… Από την επομένη, όχι μόνο συνέχισε να καπνίζει αλλά φρόντιζε και να σβήνει τη γόπα στο πάτωμα του ασανσέρ!

2.      Το 1987, οι δημοτικές αρχές του Malmö θέσπισαν μια διάταξη -συνήθης παντού σήμερα αλλά όχι τότε- που έλεγε πώς όταν το αγαπημένο σου σκυλάκι «τα έκανε» στο πάρκο, θα έπρεπε να τα μαζέψεις με το γνωστό σακουλάκι. Δεν έλεγε όμως η διάταξη το αυτονόητο, δηλ. τι έπρεπε να κάνεις με το σακουλάκι. Έτσι λοιπόν, τα ‘καλούδια’ περισυλλέγονταν, αλλά το σακουλάκι το δέναμε βέβαια κόμπο και το πετούσαμε στο πάρκο, στο γρασίδι, εκεί ακριβώς από όπου τα είχαμε μαζέψει. [Παρεμπιπτόντως, στην Ελβετία, πρέπει να πετάξεις το σακουλάκι σε ειδικούς κάδους, από ‘κει που παίρνεις δωρεάν και το σακουλάκι, και όχι μαζί με τα άλλα απορρίμματα. Οι μικροί αυτοί κάδοι (φωτό) δεν βρίσκονται παντού, και σίγουρα δεν βρίσκονται στην Ερμού! Διαφορετικά, στο Μιλάνο, το πρόστιμο είναι 500 ευρώ, και κάτι ανάλογο φυσικά αν δοκιμάσεις να πάρεις το σκυλάκι σου στο σουπερμάρκετ ή στο φαρμακείο].

3.      Στη Σουηδία λοιπόν το αλκοόλ πωλείται σε τιμές χρυσού από κρατικό μονοπώλιο, γνωστό ως Systembolaget. Ως προσκεκλημένος κάπου, καλύτερο δώρο δεν μπορείς να πας από ένα μπουκάλι καλό κρασί γιατί, συν τοις άλλοις, οι Σουηδοί είναι και λαός που του αρέσει να τα τσούζει λιγάκι όταν του δοθεί η ευκαιρία. 

[Πολλοί από ‘μας έχουμε παραστάσεις Σουηδών τουριστών στα Ελληνικά νησιά: «Δεν με αφήνεις να πιώ κυρία Κυβέρνηση, ε,, λοιπόν κι εγώ θα γίνω σκνίπα, εκεί που δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα». Το ίδιο συμβαίνει και με το όριο ταχύτητας που είναι 50 χ/ω μέσα στις πόλεις. Εκεί, το όριο τηρείται ευλαβικά και οι πάπιες διασχίζουν το δρόμο από τις διαβάσεις των πεζών. Μόλις όμως βγουν από το φέριμποτ στη Γερμανία, με τα τερατώδη Saab και Volvo τους, εκεί γίνεται το έλα να δεις, με ταχύτητες 200+: «Δε μ’ αφήνεις να τρέξω κύριε Νομοθέτη, τώρα θα σου δείξω εγώ»].

Για να γυρίσω λοιπόν στο θέμα μας, που ήταν το αλκοόλ, είχαμε τότε πορθμεία που συνέδεαν την Κοπεγχάγη με το Malmö, πριν από την κατασκευή της περίφημης πλέον σήμερα γέφυρας του Öresund (η πρώτη γέφυρα που ένωσε δύο χώρες: Δανία-Σουηδία). Το ταξιδάκι έπαιρνε καμιά ωρίτσα να πας και άλλη μια να γυρίσεις. [Όταν τον χειμώνα πάγωνε το κανάλι του Öresund περνούσαμε απέναντι με τα πόδια, ή με τα παγοπέδιλα˙ αχ τα νιάτα…]. Τα πρωινά του Σαββάτου, θυμάμαι, στο φέριμποτ επικρατούσε το αδιαχώρητο από Σουηδούς. Δεν αποβιβάζονταν όμως στην Κοπεγχάγη αλλά επέστρεφαν στο Malmö με το ίδιο φέρρυ. Και στο δίωρο αυτό γινόντουσαν ‘σκνίπα’. Βλέπεις, το πορθμείο συνέδεε δυο χώρες και έτσι οι πωλήσεις αλκοόλ ήταν αδασμολόγητες.

Τα παραπάνω τα έγραψα για δύο λόγους: Πρώτον γιατί ο «Βασίλης» μου (παλιότερα τα ‘Κυριακάτικα’, για όσους θυμούνται) κλείνει τα είκοσι του χρόνια. Και δεύτερον για να τονίσω τη σημασία της ‘αντίδρασης’ της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην υπερ-ρύθμιση. Καλύτερο παράδειγμα από τους Ολλανδούς και τον τρόπο που αντέδρασαν στην πανδημία και στη χρήση της μάσκας δε θα μπορούσα να βρω παρεμπιπτόντως.  

Κατά τ’ άλλα, υπέροχος λαός ο Σουηδικός. Πιο ευγενής δε θα μπορούσε να γίνει. Ούτε πιο μορφωμένος, ή διαβασμένος. Μερικά απ’ τα καλύτερά μας χρόνια τα περάσαμε εκεί. Εκεί γεννήθηκε κι ο Ευκλείδης. Απλά, οι Σουηδοί αντιδρούσαν. Ήταν η αντίδραση του λιονταριού που το βάλαμε στη στάνη της συντεταγμένης πολιτείας.

Και κάτι τελευταίο. Αφού ορθώς πείσαμε το λιοντάρι ότι μόνο μέσα στη στάνη θα μπορούσε να επιβιώσει, το λιοντάρι άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει πως -σε όλες σχεδόν τις δυτικές δημοκρατίες- ο τσοπάνης ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Και έτσι, η ‘αντίδρασή’ του δεν περιορίστηκε στο ασανσέρ, το πάρκο και το φέρρυ, αλλά μεταφέρθηκε στην κάλπη˙ στην κάλπη του ακραίου, του λαϊκιστή, του παλιάτσου. Και όσοι από 'μας, τους 'συστημικούς', με τη σειρά μας 'αντιδράσαμε' στην εξέλιξη αυτή, η απάντησή του ήταν: «Γιατί, καλύτεροι ήσασταν εσείς;» 
Και στην αγανάκτησή του, ίσως να είχε και λίγο δίκιο.
Έτσι ξεκίνησε το αρθράκι αυτό, κι έτσι τελειώνει.

ΗΧ

August 24, 2020

Οι διακοπές τού COVID-19

 Πολλοί δεν πήγαμε διακοπές φέτος.

«Δε χάλασε δα ο κόσμος αν δεν πάμε και μια χρονιά», είπαμε.

Ζυγίσαμε τον κίνδυνο˙ το πλοίο, το εστιατόριο, την πλαζ, το συγχρωτισμό.

«Κρίμα να πάει χαμένη όλη η προσπάθεια που κάναμε 6 μήνες τώρα», είπαμε. «Και θα ήταν φοβερό να ξαναζήσουμε εκείνον τον εφιάλτη», ξαναείπαμε.


Πώς όμως να απαιτήσεις κάτι τέτοιο απ’ το παιδί που, χωρίς δουλειά, σχολείο, σπουδές, διασκέδαση έμεινε κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους, πολλές φορές από φόβο μπας και είναι αυτό υπεύθυνο αν συνέβαινε κάτι στους γονείς του, με τους οποίους συγκατοικούσε;

Πώς να το απαιτήσεις και από τον μεγαλύτερο, που βλέπει τις -ιερές στη χώρα μας- διακοπές σαν «απόδραση»; Έχω ξαναγράψει γι αυτό˙ απόδραση από τι άραγε; Από τον εργοδότη που τον εκμεταλλεύεται; Από μια δουλειά που την κάνει μόνο και μόνο για να ζήσει; Από το πρωινό ξύπνημα; Από μια αβεβαιότητα που, μέρα με τη μέρα, μετατρέπεται σε βαθιά κατάθλιψη;

Δεν πήγαμε.
Μα η «Οικονομία»;
Εδώ νομίζω πως το τοπίο έχει πλέον ξεκαθαρίσει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και οι τυχόν ενστάσεις σου σεβαστές Βασίλη:
Στην ερώτηση «lockdown ή οικονομία;», οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν δώσει την απάντηση τους.
Η κάθε μια με τον τρόπο της.
Έμμεσα ή άμεσα.
Φανερά ή συγκαλυμμένα.
Η απάντηση όμως είναι μονοσήμαντη.
Και ομόφωνη. 
Οικονομία...

ΗΧ


June 18, 2020

Τον παλιό εκείνο τον καιρό

Ψάχνοντας να βρούμε τι να κάνουμε, με την κλεισούρα του κορωνοϊού, πιάσαμε τις εκκαθαρίσεις, πλουτίζοντας έτσι τους παλιατζήδες: Βιβλία, φωτογραφίες, δώρα, γκατζετάκια, παλιά κινητά, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν πετούσαμε, βλέπεις, τίποτα. Και μαζεύαμε για  χρόοονια. Μήπως κάποτε... 

Και οι παλαιότεροι, δεν άργησαν να μπουν στον κόσμο των αναμνήσεων. «Τα παλιά, καλά, εκείνα χρόνια». «Η Αθήνα των παιδικών μας χρόνων, με αγιόκλημα και γιασεμιά». 

Το πρόβλημα των αναμνήσεων όμως είναι ότι είναι πολύ ‘επιλεκτικές’. Κρατάνε τα καλά, και πετάνε στα σκουπίδια του υποσυνείδητου όλα τα δυσάρεστα. Να λοιπόν τι έλεγε για την Αθήνα, το 1979, ο μεγάλος μας Νίκος Τσιφόρος στην «Ιστορία της Αθήνας»

[…]Εμείς οι πιο παλιοί τη θυμούμαστε όταν δεν ήτανε ακόμα πολιτεία, αλλά συνονθύλευμα πολλών χωριών. Όταν όλοι οι έμποροι πουλούσανε στο δρόμο την πραμάτεια τους, όταν η λάσπη έφτανε στο γόνατο, όταν δεν είχε φως στους δρόμους, όταν τα μόνιππα ήτανε τα ταξί της, κι όταν το νερό ήτανε πρόβλημα κι η κάθε νοικοκυρά κοπάναγε τον γκαζοτενεκέ της στο κεφάλι της άλλης, για να προλάβει να γεμίσει πρώτη, πριν στερέψει η δημοτική βρύση, που έδινε λίγο νεράκι δυο φορές τη βδομάδα. Άλλος κόσμος, άλλες συνήθειες, άλλες περιπέτειες, που τις λένε «η καλή παλιά εποχή». Βρώμα, απελπισία, στέρηση, κρύο, αρρώστιες, απλυσιά, όλα που μας φαίνονται καλά γιατί τότε ήμαστε νέοι… Τίποτα παραπάνω[...]

Για το γνήσιο της υπογραφής,
HX

June 06, 2020

Προοπτική


Έχω έναν καλό φίλο και συνάδελφο που, στα 30-τόσα χρόνια που τον ξέρω, υπήρξε πάντοτε αστείρευτη πηγή καλού χιούμορ.

«Από μια ορισμένη ηλικία και μετά», μου λέει σήμερα στο πρωινό, διαδικτυακό καφεδάκι μας, «τις αγορές μας θα πρέπει πάντα να τις υποβάλουμε στο κριτήριο μιας κάποιας προοπτικής».

«Τι θες να πεις;» τον ρωτώ, έχοντας ήδη ψυλλιαστεί πού το πήγαινε.

«Να. Την Τετάρτη αγόρασα ένα απίθανο καλοκαιρινό κουστουμάκι για 200 ευρώ˙ ελπίζω να με βγάλει».

Δεν είναι και ο πρώτος ο φίλος μου;

ΗΧ


May 27, 2020

Δηλώνω 'πολιτικά ανορθώτατος'


Είναι μια κάποια χώρα της Ευρώπης που τα νέα αυτοκίνητα, ιδιαίτερα τα πιο ακριβά, παραγγέλλονται χωρίς διακριτικά μοντέλου˙ μόνο η μάρκα: Mercedes. BMW, κλπ. Τίποτε άλλο. Μάλιστα, η προτίμηση αυτή κοστίζει, αφού σε όλο τον άλλο κόσμο το μοντέλο αναγράφεται στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, και η εξαίρεση από τη γραμμή παραγωγής συνεπάγεται κόστος. 

Γιατί γίνεται αυτό; Απλά, γιατί αν το μοντέλο αναγράφεται, τότε ο γείτονάς μου θα μπορεί εύκολα να τεκμάρει και πόσο πλήρωσα για την αγορά του αυτοκινήτου. Και αυτό είναι «προσωπικό δεδομένο» που δεν θέλω να μοιραστώ μαζί του. Ή, μάλλον, θέλω να τον αφήσω να φαντάζεται αυτό που θα ικανοποιούσε τη ματαιοδοξία μου.

Θέλω να με βλέπει να φορτώνω τα πέδιλα του σκι στο αυτοκίνητο, αλλά δε θα του πω ποτέ πού πάω για σκι˙ και δε θα με ρωτήσει, για να μην τον ρωτήσω κι εγώ.

Δε σηκώνουμε πια το τηλέφωνο. Και αν κάποτε το κάνουμε, μιλάμε ακατάπαυστα και ταυτόχρονα, για να μη δώσουμε στο συνομιλητή μας τη δυνατότητα να ρωτήσει κάτι. Και μόλις τελειώσουμε τη φλυαρία λέμε γρήγορα ένα αντίο και το κλείνουμε.

Έχουμε κανονίσει να πάμε για καφέ με μια φίλη, και το ‘χουμε κάνει ανατολικό ζήτημα. Το σκεφτόμαστε δυο μέρες πριν, και μας αγχώνει. Φτιάχνουμε στο μυαλό μας σενάρια: «τι θα της πω αν με ρωτήσει για το…». Προετοιμάζουμε απαντήσεις σε υποθετικές ερωτήσεις μπας και μας ξαφνιάσει. Και αν πάμε και μαζί με το καλύτερό μας ήμισυ, ε,, τότε τα πράματα δυσκολεύουν ακόμα πιο πολύ, γιατί θα πρέπει να προσέξουμε μπας και πέσουμε σε αντιφάσεις.

Χειμώνα καλοκαίρι γυρίζουμε όλοι με μαύρα γυαλιά˙ μπας και διασταυρωθούν οι ματιές μας και χρειαστεί να πούμε καλημέρα˙ και δυο βύσματα στ’ αυτιά, καλού κακού. Βλέπεις, απ’ τη μια μέρα στην άλλη γίναμε όλοι μουσικόφιλοι.

Η φυσική επαφή κοντεύει να εκλείψει και ο κόσμος μας έχει γίνει η οθόνη ενός υπολογιστή˙ για να έχουμε έτσι καλύτερο ‘έλεγχο’ των ερωταποκρίσεων. Το θέμα πάει ακόμα βαθύτερα, αλλά την αντικοινωνικότητά μας την έχουμε βολικά βαφτίσει ‘προστασία προσωπικών δεδομένων’. Δεν μας αρέσουν οι ερωτήσεις γιατί μισούμε τις απαντήσεις. Κι έτσι τις έχουμε κάνει «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα»˙ ακόμα και τις πιο αθώες, όπως  «τι έχετε για φαΐ το μεσημέρι;».

Η κρυψίνοια, που δεν είναι απαραίτητα ανεξάρτητη από τον εθισμό στο ψεύδος, μας έχει γίνει ανίατη ασθένεια και συνωμοσιολογία. Το πιο διασκεδαστικό δε είναι όταν προσπαθούμε να πείσουμε και τους άλλους πως «οι τρόποι» μας αντιπροσωπεύουν το «πολικά ορθό».

Get a life buddy and give me a break˙ που θα λεγε κι ο γαμπρός μου ο Jeff.

Στην πρωινή μου βόλτα μιλάω με τη μισή πόλη˙ με την άλλη μισή το απόγευμα. 

Και δηλώνω περήφανα και με πάσα αυθάδεια, «πολιτικά ανορθώτατος».

ΗΧ 



May 22, 2020

Η σημασία της φλυαρίας


Στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο J.K. Galbraith ήταν υπεύθυνος για τη διαμόρφωση και τον έλεγχο των τιμών στην Αμερικάνικη οικονομία. Γράφει λοιπόν ο Galbraith σε ένα από τα βιβλία του πως, μια μέρα, τον προσέγγισε ένας βιομήχανος που κατασκεύαζε σόλες παπουτσιών. Μέσα από μία διατριβή 400 σελίδων, ο βιομήχανος προσπάθησε να του εξηγήσει πως χωρίς άρβυλα οι στρατιώτες δε θα μπορούσαν να πολεμήσουν ούτε, κατά συνέπεια, ο πόλεμος να κερδηθεί. Καθοριστική λοιπόν η σημασία των σολών και θα έπρεπε ως εκ τούτου να στηριχθεί με μια μικρή ‘επιδότηση’.

Συνήθως μας συνεπαίρνουν τόσο πολύ οι ‘σοφίες’ αυτών που γράφουμε, που γράφουμε ακατάσχετα, ιδιαίτερα σήμερα που η φλυαρία στο διαδίκτυο είναι τσάμπα.  Προσπαθούμε να βάλουμε σε ένα ‘κομμάτι χαρτί’ όλα όσα η κεφάλα μας λέει πως έχουν, ή θα έπρεπε -κατ’ αυτήν- να έχουν σημασία. Και το πιο ωραίο είναι πως, γράφοντας, είμαστε πεπεισμένοι πως και όλοι οι άλλοι θα δείξουν το ίδιο ενδιαφέρον για τις ‘εξυπνάδες’ μας όπως εμείς οι ίδιοι. 

Γράφουμε λοιπόν κατεβατά ολόκληρα που κανένας δε θα διαβάσει. Και για να μην απογοητεύσουμε τον επίδοξο ‘νομπελίστα’ που ιδροκοπά, κανείς μας δεν του λέει τη μαύρη αλήθεια: «μην το παιδεύεις φίλε μου˙ κανείς δε θα το διαβάσει. Κι αν θέλεις να μεταφέρεις κάτι σε κάποιο ακροατήριο, αντί για μια σελίδα, προσπάθησε να το πεις με 50 λέξεις». 

Θυμάμαι τον Ρόναλντ Ρήγκαν που έλεγε «μη μου φέρετε να διαβάσω τίποτα μεγαλύτερο από μιάμιση σελίδα διπλού διάστιχου» (double spaced)˙ ή τη Μάργκαρετ Θάτσερ που έλεγε στον επισκέπτη της «έχεις πέντε λεπτά να μου πεις περί τίνος πρόκειται».

Πολλά είπα.
250 λέξεις.

ΗΧ


Υ.Γ.: Θα ήταν παράληψη να μην πούμε πως η φλυαρία είναι κατά κάποιο τρόπο και χαρακτηριστικό της γενικότερης κουλτούρας μας. Αυτό που ένας Ιταλός φοιτητής μου θα πει σε μια σελίδα, ο Ολλανδός θα το πει σε μισή η και λιγότερο. Και οι δύο τρόποι έκφρασης είναι όμορφοι. Αρκεί να τους καταλάβεις, να τους μάθεις και να τους αγαπήσεις.

May 08, 2020

Βρεντήσιον

Έχουμε μια μικρή γωνίτσα κάπου 'κει στο Νότο της Ιταλίας, που αυτή την εποχή είναι παράδεισος. 

Σου σπάνε τη μύτη οι φούρνοι στην πρωινή βόλτα˙ σφουγγαρίζουν οι νοικοκυρές τα πεζοδρόμια˙ λαχταριστά τα φρούτα, οι αγκινάρες και τα κουκιά στη λαϊκή.

Φτωχό το μέρος. Ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους.

Οι νέοι έχουν οι περισσότεροι φύγει. Τα γεροντάκια έχουν απομείνει μόνο, που αναπολούν κάποια καλύτερα, λέει, περασμένα χρόνια, απολαμβάνοντας την ανοιξιάτικη λιακάδα στα παγκάκια της πόλης. Οι πιο πο
λλοί δεν διαθέτουν το ένα ευρώ του καφέ, ώστε να κάτσουν και να τα πουν στο καφενείο.

Μου λείπει.

Δυο μήνες τώρα, αποκλεισμένος στην άλλη άκρη του φάσματος, ίσως σε μια από τις πιο προχωρημένες πόλεις της Ευρώπης: το Ρότερνταμ. Είμαι ευγνώμων που όλα αυτά τα χρόνια είχα την τύχη να γνωρίσω τις "Δύο Ευρώπες". Ή, καλύτερα, τους δύο κόσμους της Ενωμένης μας Ευρώπης.

Της Ευρώπης μας που κινδυνεύει.

ΗΧ 

April 28, 2020

Η αξία της ανθρώπινης ζωής


Πέσαμε πάλι χθες να τον φάμε τον Wolfgang #Schäuble. Αλλά τι ακριβώς ήταν αυτό που είπε και δε μας άρεσε;

Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι είπαν κι όλοι οι άλλοι˙ albeit, στην περίπτωσή τους, συγκεκαλυμμένα: Η ζωή «είναι» το υπέρτατο αγαθό αλλά 'υπέρτατο' δεν σημαίνει απαραίτητα και 'απροσμέτρητο'. Όπως όλα τα άλλα αγαθά, έχει και η ζωή την αξία της. Και η αξία αυτή δεν είναι απεριόριστη ή άπειρη, αλλά πεπερασμένη. Αν ήταν διαφορετικά, η ζωή δε θα είχε μεγαλύτερη αξία από αυτή του σκα
ρφαλώματος των δέντρων και της διατροφής με βελανίδια.

Για την ακρίβεια, σε όλες τις μελέτες ‘κόστους-ωφέλειας’ που κάνουμε, π.χ. για πυρηνικούς σταθμούς, ναυσιπλοΐα, σεισμούς, αντιμετώπιση θεομηνιών γενικά, πάντοτε, και ‘υποχρεωτικά’, δίνουμε ένα νούμερο στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία˙ αυτό εναπόκειται στον εκάστοτε ερευνητή.

Αλλά αν υποθέταμε την αξία της ανθρώπινης ζωής ως άπειρη, δε θα είχαμε ποτέ καταφέρει να πάρουμε κανένα μέτρο για την προστασία της. Στα δέντρα θα ήμασταν ακόμη. Εμείς θα γινόμασταν Μάνδρα Αττικής κάθε χειμώνα, και οι Σουηδοί θα βουτούσαν στα σιντριβάνια με το πρώτο κύμα κάποιου καύσωνα.

Και αυτά είναι παραδείγματα που ακόμα και η άγαμος θυγατέρα θα ήταν σε θέση να καταλάβει. 😉

ΗΧ