Πολύ κουβέντα
γίνεται τελευταία για το ότι η Ελλάδα δεν παράγει πια τίποτα και εισάγει τα
πάντα, ακόμα και ελαιόλαδο.
Αν η κριτική αυτή
μείνει εκεί, είναι ατελής και οδηγεί στα λάθος συμπεράσματα.
Κατ’ αρχήν, το να
εισάγω όσο γίνεται λιγότερο και να εξάγω όσο γίνεται περισσότερο δεν μπορεί να είναι
αυτοσκοπός. Μια τέτοια πολιτική θα είχε μεγαλύτερη σημασία σε χώρες με ελεύθερα
κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία, και ιδιαίτερα όταν η πραγματική ισοτιμία του
νομίσματος είναι υψηλότερη από την ονομαστική. Κάτι τέτοιο δημιουργεί μαύρη
αγορά συναλλάγματος, συχνές υποτιμήσεις, και υφεσιακή οικονομία. Στη ζώνη του
ευρώ αυτό δεν είναι δυνατόν.
Το να εισάγω
κάτι, όταν η τιμή του είναι ανταγωνιστική ή, με άλλα λόγια, χαμηλότερη από
αυτήν που θα ήτανε αν το παρήγαμε οι ίδιοι, όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά είναι
το ενδεδειγμένο: η διαφορά τιμής μού αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα και έτσι μπορώ
να το δαπανήσω κάπου αλλού. Είτε σαν καταναλωτής ή σαν χώρα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ
έκλεισε τα λιγνιτωρυχεία της χώρας της γιατί παρήγαγαν με το διπλάσιο κόστος απ’
ότι μπορούσε να αγοράσει κάρβουνο απ’ το εξωτερικό. Πρόσφατα, η Κίνα έκλεισε τα
μισά χαλυβουργεία της, αγοράζοντας σιδηρομετάλλευμα και χάλυβα από τη Βραζιλία
και άλλες χώρες. Αυτοί είναι οι νόμοι της διεθνούς οικονομίας.
Το πρόβλημα λοιπόν,
και η πρόκληση, δεν είναι το νόμισμα ή το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά η δημιουργία
μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας που θα μπορεί να παράγει και να πουλάει,
τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό, σε διεθνώς ανταγωνιστικές τιμές.
Μόνο αυτό μπορεί να είναι αυτοσκοπός, και μόνο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε
ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, και πλεονασματικό εξωτερικό ισοζύγιο.
Αλλά αυτό απαιτεί
σοβαρές μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχω γράψει πολλές φορές και δε θα τις επαναλάβω
εδώ. Οι χώρες που το κατάλαβαν έγκαιρα πρόκοψαν. Οι άλλες ψηφίζουν «εισαγόμενα»
μνημόνια σε 24 ώρες, και «εξάγουν» μεταμεσονύκτιες συνεδριάσεις της Βουλής που
μόνο μπανανιακό γέλωτα προκαλούν σε όσους ευελπιστούμε να μας πάρουν στα
σοβαρά.
Η. Χαραλαμπίδης