Σαν λαός είμαστε
από τους πιο φανατικά πολωμένους που έχω γνωρίσει: Καραμανλής-Παπανδρέου.
Καραμανλής ή τανκς. Ευρώ ή δραχμή. Κεντροδεξιός-Κεντροαριστερός. Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί.
Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. κόκκινο ή μαύρο. Ένας φανατισμός που όχι μόνο φτάνει
στα άκρα αλλά και που πολλές φορές τα διογκώνει. Μαύρα στειλιάρια από τη μια,
κόκκινα γκαζάκια από την άλλη. Καίγεται
και λεηλατείται η Αθήνα από την μια, κάνουμε μαύρους στο ξύλο τους μετανάστες
από την άλλη.
Αν συνδυαστεί
αυτό με τον εκρηκτικό χαρακτήρα μας, με το «δράμα» που θα πρέπει να χαρακτηρίζει
ακόμα και την πιο ασήμαντη έκφανση της ζωής μας, με τα χέρια μας που έχουν
αντικαταστήσει το στόμα μας, με το σπαθί μας που δεν σηκώνει μύγα «ξέρεις ποιος
είμαι εγώ ρε;», τότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ίσως είμαστε ο
πιο ατομικιστής λαός στον κόσμο. Ένας λαός που η λέξεις «συνεργασία» και
«συνεννόηση» δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό του.
Κι όμως. Ο λαός
αυτός δηλώνει πως είναι διατεθειμένος να κυβερνηθεί από μαρξιστές. Είμαστε κάτι
σαν δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ να πούμε: Όσον αφορά στα δικαιώματά μου, και
στα όσα κλείνει η πόρτα μου, είμαι όχι μόνο νεοφιλελεύθερος αλλά ανήκω στην
Άγρια Δύση. Όταν όμως πρόκειται για τις υποχρεώσεις μου, δηλαδή για τα
δικαιώματα των άλλων, τότε μπορεί να φτάσω μέχρι και στο αντάρτικο πόλης για να
τις αμφισβητήσω.
Με την κατάθεση
του προϋπολογισμού, ο μέσος Ολλανδός θα διαβάσει και θα συζητήσει τουλάχιστον
την εισηγητική έκθεση. Πόσοι από ‘μας θα έκαναν κάτι τέτοιο; Εμείς αρκούμαστε
στον πόλεμο των ετικετών: Μνημονιακός-Αντιμνημονιακός. Έγραφε κάποτε ο J.K. Galbraith πως
εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο πέθαναν στο όνομα του Κεφαλαίου του Μαρξ,
χωρίς να έχουν δει καν το εξώφυλλο του βιβλίου.
Ζούμε λοιπόν
κολλώντας ετικέτες. Μπαίνοντας σε κουτάκια. Ανεμίζοντας σημαιάκια: «ου-ου-ου, Αυτέ
μπορείς, εσύ μας οδηγείς». Αγέλη πίσω από συνθήματα επιτηδείων λαοπλάνων. Χωρίς
κρίση και ανάλυση. Γιατί αυτά δε μας τα δίδαξαν ποτέ στο σχολείο. Ένα σχολείο,
και ένα πανεπιστήμιο, που παρήγαγε φθηνή εργασία για τις επιχειρήσεις αυτών που
έστελναν όμως τα δικά τους τα παιδιά στο Ήτον και στο Χάρβαρντ.
Μας αρέσει δε μας
αρέσει, η παγκοσμιοποίηση άλλαξε τον κόσμο. Και η αλλαγή αυτή είναι μονόδρομος.
Ο κόσμος πλέον, οι επιχειρήσεις, οι πολιτικές, οι αρχές οι ίδιες που μας
διέπουν, συγκεντρώνονται, δεν αποκεντρώνονται. Είμαστε σε αναζήτηση ηγετών, και
όχι πολυσυμμετοχικών, αυτοδιαχειριστικών μπουρδολογιών που ευτυχώς μας
τέλειωσαν 25 χρόνια πριν σαν σήμερα. Όπως θα πρέπει να μας τελειώσουν κάποτε
και τα σημαιάκια. Στη θέση τους ας βάλουμε μια θεμελιώδη αρχή που όποιος
αρνείται να την δεχθεί είτε δεν καταλαβαίνει ή σκόπιμα και λαϊκίστικα
παραπληροφορεί: Η επιβίωση ενός λαού σήμερα εξαρτάται από την
αποτελεσματικότητα του, και την διεθνή ανταγωνιστικότητα των αγαθών και
υπηρεσιών που παράγει. Τίποτα άλλο. Αν δεχθούμε την αρχή αυτή, λίγο με απασχολεί
πώς θα ονομάσουμε τη «συνταγή»: κεντροδεξιά, κεντροαριστερά, σοσιαλδημοκρατία ή
αυγολέμονο. Γιατί η συνταγή θα κριθεί τελικά εκ του αποτελέσματος.
Και κλείνω με μια
δεύτερη, απαράβατη αρχή: Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα δεν γίνεται. Κάποτε θα έρθει
ο λογαριασμός. Το κοινωνικό κράτος, όπως το έχουμε ζήσει πολλοί από ‘μας στη
δυτική Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία ή η κεντροαριστερά όπως θα το αποκαλούσαν
κάποιοι άλλοι, βασίζεται τόσο στα δικαιώματα του πολίτη όσο και στις
υποχρεώσεις του. Σίγουρα όμως δεν είναι η κοινωνία του ‘πατερούλη’ που, με
δανεικά, «οφείλει» να παρέχει τον δίωρο φραπέ μας με τα πόδια στην καρέκλα.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν η χώρα μας, αν τον χρόνο που αναλώσαμε στον
Χαϊκάλη και τον Καμμένο, ή στο αν και κατά πόσο θα εκλέξουμε Πρόεδρο, τον
είχαμε αφιερώσει ο καθένας στη δουλειά του.
Το κοινωνικό
κράτος δημιουργείται μόνο μέσα από σκληρή και αποτελεσματική δουλειά. Όχι με
δανεικά, ούτε με μεταμεσονύχτιες ζεϊμπεκιές. Πρώτα δημιουργούμε και μετά
αποφασίζουμε πώς θα μοιράσουμε τον πλούτο. Το αντίθετο μας χρεοκόπησε και καλά
θα κάνουμε να το καταλάβουμε κάποτε.
Αν συμφωνήσουμε
στις δυο αυτές αρχές, οι ετικέτες θα έχουν πλέον θέση μόνο στο μπακάλικο του Τάσου
στη γωνία, και τα σημαιάκια στις εθνικές μας παρελάσεις. Αλλά εκεί, θα είναι
μόνο γαλανόλευκα.
Η. Χαραλαμπίδης
Υ.Γ. Διαβάζω ήδη
τον αντίλογο: Δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Το θέμα όμως της
φορολογικής πολιτικής είναι ίσως από τα δυσκολότερα κεφάλαια των κοινωνικών
επιλογών (public choice). Ίσως το πιάσουμε κάποια άλλη φορά, μα
όχι σήμερα.