Παγωμένος εκείνος ο χειμώνας του 1984, με την απεργία των ανθρακωρύχων και την κατά μέτωπο σύγκρουση του Αρθούρου Σκάργκιλ και της σιδηράς κυρίας, Μαργαρίτας Θάτσερ. Και οι δύο δήλωναν πως δε θα έκαναν πίσω, έστω κι αν ήταν το τελευταίο πράμα που θα ‘καναν.
Η σύγκρουση ήταν πάνω σε μια από τις πιο
θεμελιώδεις διαμάχες της οικονομικής και πολιτικής επιστήμης: Πώς συμβιβάζεις
την οικονομική αποτελεσματικότητα (οι εισαγωγές κάρβουνου ήταν φθηνότερες από
την εγχώρια παραγωγή), ιδιαίτερα όταν πρέπει να ανταγωνιστείς στην παγκόσμια
σκακιέρα, με την επιθυμία σου (αν όχι υποχρέωση ως κυβέρνηση) για τη δημιουργία
κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο; Πόσο δε μάλλον όταν γνωρίζεις πως κοινωνική
αναταραχή (ανεργία) αργά ή γρήγορα θα έχει και αρνητικές οικονομικές
επιπτώσεις; Τα έχουμε γράψει πολλές φορές αυτά.
Είχαμε
ξεπαγιάσει, χωρίς υπερβολή. Έγραφα με μάλλινα γαντάκια. Δεν είχαμε κομπιούτερ
τότε. Χαρτί και μολύβι είχαμε μοναχά, και μια μικρή φορητή γραφομηχανή. Πώς
όμως πληκτρολογείς μαθηματικά μαζί της; και πώς διόρθωνες κάποιο λάθος με
'κείνα 'κει τα άσπρα χαρτάκια που βάζαμε πίσω απ’ την κορδέλα; Ή το Tipp-Ex; Μια μέρα η
σελίδα. Την έχω ακόμα στο υπόγειο.
Ο σπιτονοικοκύρης μου μού είχε βάλει μια ηλεκτρική σομπίτσα που της έριχνα δίφραγκα για να ανάψει. Τuppence που έλεγε κι η Marry Poppins στο Μιχαλάκη, που αντί να δώσει το δίφραγκό του στους τραπεζίτες (οικονομική αποτελεσματικότητα) ήθελε να ταΐσει τα πουλιά (ανθρώπινο πρόσωπο).
Σπίτι παίρναμε τηλέφωνο μια φορά τη βδομάδα.
Κι εκεί δίφραγκα, στον κόκκινο μαντεμένιο τηλεφωνικό θάλαμο της ΒΤ, στη γωνία.
Πολλές φορές για να πας περπατούσες μέσα στη βροχή, στη λασπουριά το χιόνι και
το κρύο. Συνήθως βράδυ. Για να είναι η οικογένεια στην Αθήνα μαζεμένη.
Και ουαί αν για κακή σου τύχη ο θάλαμος ήταν κατειλημμένος...
--«Θα το ξανάκανες;» Με ρωτάει.
--«Με τα χίλια», της απαντώ.
--«Γιατί;»
--«Μα γιατί θα ήμουν πάλι 30» 😊
ΗΧ
(Dalian, Κίνα, Νοέμβρης 2025)
