Πολλά γράφονται και λέγονται τον τελευταίο καιρό για την απειθαρχία των νέων στα μέτρα κατά του κορωνοϊού, και για την αδιαφορία τους στις σοβαρές συνέπειες του ιού στις σχετικά πιο ευάλωτες ηλικίες της συλλογικότητάς μας.
Η αλήθεια όμως είναι πως η απειθαρχία δεν είναι φαινόμενο μόνο των νέων. Απειθαρχία είναι η γενικότερη ‘αντίδραση’ του φιλελευθερισμού στο υπερ-ρυθμισμένο κράτος. Είναι η αντίδραση του DNA του λύκου, του κυνηγού και του θηρευτή (predator) που για να επιβιώσει υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί με τις νόρμες, τους νόμους και τις ρυθμίσεις μιας στάνης προβάτων. Αλλά το DNA δεν αλλάζει σε 100, ούτε σε 200, ούτε σε 300 χρόνια.
Πριν από λίγο
καιρό, σοβαρός συνάδελφος και καλός επιστήμονας προσπάθησε να ερμηνεύσει την
επιτυχία ( sic ) του Σουηδικού μοντέλου απέναντι στον κορωνοϊό. Η εξήγηση που
έδωσε ήταν πως ο Σουηδός είναι πειθαρχημένος και υπακούει τυφλά στους νόμους.
Δεν ξέρω από πού άντλησε τα συμπεράσματά του ο καλός συνάδελφος αλλά η δική μου
εμπειρία, μετά από 6 σχεδόν χρόνια παραμονής στην υπέροχη αυτή χώρα, είναι ακριβώς η
αντίθετη. Ο Σουηδός δε θα παρανομήσει. Αλλά θα βρει χίλιους τρόπους να
‘περικυκλώσει’ το νόμο και να αντιδράσει στις ρυθμίσεις του. Για να χρησιμοποιήσω
μια γενικευμένη πλέον έκφραση της Αγγλικής, «δε σπάει το νόμο˙ απλά τον ‘κάμπτει’
λιγάκι». Να λοιπόν τρία διασκεδαστικά παραδείγματα από τη χώρα αυτή, που δε
χάνω ευκαιρία να τα επαναλαμβάνω.
1. Στην πολυκατοικία που μέναμε ήταν κάποιος που κάπνιζε συστηματικά στο ασανσέρ κάθε πρωί. Κι εγώ καπνιστής ήμουν τότε αλλά, στις 7 η ώρα το πρωί καθ’ οδόν για το γραφείο, να μπαίνεις σε ασανσέρ που έχουν μόλις καπνίσει δεν είναι και ό,τι το πιο ευχάριστο. Και οι άλλοι ένοικοι είχαν την ίδια άποψη. Έτσι, αποφασίσαμε να κολλήσουμε ένα σημείωμα πάνω στον καθρέφτη που ‘παρακαλούσε’ για λίγο σεβασμό στους μη καπνιστές… Από την επομένη, όχι μόνο συνέχισε να καπνίζει αλλά φρόντιζε και να σβήνει τη γόπα στο πάτωμα του ασανσέρ!
2.
Το
1987, οι δημοτικές αρχές του Malmö θέσπισαν μια διάταξη -συνήθης παντού σήμερα αλλά όχι τότε- που έλεγε πώς
όταν το αγαπημένο σου σκυλάκι «τα έκανε» στο πάρκο, θα έπρεπε να τα
μαζέψεις με το γνωστό σακουλάκι. Δεν έλεγε όμως η διάταξη το αυτονόητο,
δηλ. τι έπρεπε να κάνεις με το σακουλάκι. Έτσι λοιπόν, τα ‘καλούδια’
περισυλλέγονταν, αλλά το σακουλάκι το δέναμε βέβαια κόμπο και το πετούσαμε στο πάρκο, στο γρασίδι, εκεί
ακριβώς από όπου τα είχαμε μαζέψει.
3. Στη Σουηδία λοιπόν το αλκοόλ πωλείται σε τιμές χρυσού από κρατικό μονοπώλιο, γνωστό ως Systembolaget. Ως προσκεκλημένος κάπου, καλύτερο δώρο δεν μπορείς να πας από ένα μπουκάλι καλό κρασί γιατί, συν τοις άλλοις, οι Σουηδοί είναι και λαός που του αρέσει να τα τσούζει λιγάκι όταν του δοθεί η ευκαιρία.
[Πολλοί από ‘μας έχουμε παραστάσεις Σουηδών τουριστών στα Ελληνικά νησιά: «Δεν με αφήνεις να πιώ κυρία Κυβέρνηση, ε,, λοιπόν κι εγώ θα γίνω σκνίπα, εκεί που δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα». Το ίδιο συμβαίνει και με το όριο ταχύτητας που είναι 50 χ/ω μέσα στις πόλεις. Εκεί, το όριο τηρείται ευλαβικά και οι πάπιες διασχίζουν το δρόμο από τις διαβάσεις των πεζών. Μόλις όμως βγουν από το φέριμποτ στη Γερμανία, με τα τερατώδη Saab και Volvo τους, εκεί γίνεται το έλα να δεις, με ταχύτητες 200+: «Δε μ’ αφήνεις να τρέξω κύριε Νομοθέτη, τώρα θα σου δείξω εγώ»].
Για να γυρίσω λοιπόν στο θέμα μας, που ήταν το αλκοόλ, είχαμε τότε πορθμεία που συνέδεαν την Κοπεγχάγη με το Malmö, πριν από την κατασκευή της περίφημης πλέον σήμερα γέφυρας του Öresund (η πρώτη γέφυρα που ένωσε δύο χώρες: Δανία-Σουηδία). Το ταξιδάκι έπαιρνε καμιά ωρίτσα να πας και άλλη μια να γυρίσεις. [Όταν τον χειμώνα πάγωνε το κανάλι του Öresund περνούσαμε απέναντι με τα πόδια, ή με τα παγοπέδιλα˙ αχ τα νιάτα…]. Τα πρωινά του Σαββάτου, θυμάμαι, στο φέριμποτ επικρατούσε το αδιαχώρητο από Σουηδούς. Δεν αποβιβάζονταν όμως στην Κοπεγχάγη αλλά επέστρεφαν στο Malmö με το ίδιο φέρρυ. Και στο δίωρο αυτό γινόντουσαν ‘σκνίπα’. Βλέπεις, το πορθμείο συνέδεε δυο χώρες και έτσι οι πωλήσεις αλκοόλ ήταν αδασμολόγητες.
Τα παραπάνω τα
έγραψα για δύο λόγους: Πρώτον γιατί ο «Βασίλης» μου (παλιότερα τα ‘Κυριακάτικα’,
για όσους θυμούνται) κλείνει τα είκοσι του χρόνια. Και δεύτερον για να τονίσω
τη σημασία της ‘αντίδρασης’ της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην υπερ-ρύθμιση. Καλύτερο
παράδειγμα από τους Ολλανδούς και τον τρόπο που αντέδρασαν στην πανδημία και
στη χρήση της μάσκας δε θα μπορούσα να βρω παρεμπιπτόντως.
Κατά τ’ άλλα, υπέροχος
λαός ο Σουηδικός. Πιο ευγενής δε θα μπορούσε να γίνει. Ούτε πιο μορφωμένος, ή διαβασμένος.
Μερικά απ’ τα καλύτερά μας χρόνια τα περάσαμε εκεί. Εκεί γεννήθηκε κι ο Ευκλείδης.
Απλά, οι Σουηδοί αντιδρούσαν. Ήταν η αντίδραση του λιονταριού που το βάλαμε στη
στάνη της συντεταγμένης πολιτείας.
Και κάτι
τελευταίο. Αφού ορθώς πείσαμε το λιοντάρι ότι μόνο μέσα στη στάνη θα μπορούσε
να επιβιώσει, το λιοντάρι άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει πως -σε όλες σχεδόν
τις δυτικές δημοκρατίες- ο τσοπάνης ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Και έτσι, η
‘αντίδρασή’ του δεν περιορίστηκε στο ασανσέρ, το πάρκο και το φέρρυ, αλλά
μεταφέρθηκε στην κάλπη˙ στην κάλπη του ακραίου, του λαϊκιστή, του παλιάτσου. Και όσοι από 'μας, τους 'συστημικούς', με τη σειρά μας 'αντιδράσαμε' στην εξέλιξη αυτή, η απάντησή του ήταν: «Γιατί, καλύτεροι ήσασταν εσείς;»
Και στην αγανάκτησή του, ίσως να είχε και λίγο δίκιο.
Έτσι ξεκίνησε το
αρθράκι αυτό, κι έτσι τελειώνει.
ΗΧ