November 27, 2005

Κόκκινη κλωστή δεμένη


Επέστρεψα!
Τέρμα τα ψέματα (για φέτος), και κάθε κατεργάρης στην.. Έδρα του.
- «σα να καλοπερνάς εσύ στη Σιγκαπούρη μου φαίνεται» μου λέει σήμερα το πρωί η Σέβη η ξαδέρφη μου.
Κι έτσι αποφάσισα να γράψω.
Έτσι για την ιστορία.
Πού ξέρεις; Μπορεί σε καμιά σαρανταριά χρόνια ο Ευκλείδης να το διαβάζει στον Ηρακλή τον ΙΙΙ, που λένε κι οι γαλαζοαίματοι, και να του λέει:
- «Να ρε χαμένε. Για δες τι έγραφε ο παππούς σου όταν δεν είχε δουλειά να κάνει» (which is usually the case, όπως δεν παραλείπει να μου υπενθυμίζει ανελλιπώς ένας καλός συνάδελφος).
Και γω από κει πάνω θ’ ακούω, φυσικά, και θα καμαρώνω.

Ένα παραμύθι ήταν εκείνο το σαββατόβραδο, 12 Νοέμβρη 2005.
Και μόνο σαν παραμύθι μπορώ να το διηγηθώ.

Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει

Οικοδεσπότης μας ο Goh Chok Tong. Ο δεύτερος Πρωθυπουργός της χώρας (1990-2004) και νυν Πρεσβύτερος Υπουργός (Senior Minister) όπως τον αποκαλούν. Ένας ψηλόλιγνος χαμογελαστός άνθρωπος που το όλο του παρουσιαστικό αποπνέει μια διάχυτη πραότητα και καλοσύνη. A benign countenance, που θα ‘λεγαν οι αγγλομαθείς. Καμιά πενηνταριά νομάτοι όλοι κι όλοι οι συνδαιτυμόνες. Μας υποδέχτηκε όλους χαμογελαστός με μια θερμή χειραψία στην είσοδο του Θαλάμου.

Ο Θάλαμος (chamber) του δημοτικού μεγάρου είναι ένας σχετικά μικρός χώρος, ντυμένος σε μάρμαρο μαύρου ρόδου και τροπικό τικ. Δέκα μέτρα τουλάχιστον το ύψος του δωματίου, με ξύλινο εξώστη γύρω-γύρω, προστατευμένο με ένα περίτεχνο ξυλόγλυπτο κιγκλίδωμα. Ο ίδιος χώρος όπου οι Γιαπωνέζοι παραδόθηκαν στους Άγγλους, στις 12 Σεπτέμβρη 1945. Εκεί που οι Άγγλοι παραχώρησαν Αυτοδιάθεση στη Σιγκαπούρη, στις 5 Ιουνίου του 1959. Εκεί που ορκίστηκαν οι τρεις Πρωθυπουργοί της χώρας. Εκεί που θα τρώγαμε.

Το τιμητικό δείπνο δινότανε για να παρουσιαστούν, σε πρώτη προβολή, αποσπάσματα απ’ το εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ του Discovery Channel «Η Ιστορία της Σιγκαπούρης».[1] Απ’ το 1819, όταν o Thomas Stamford Raffles αποβιβάστηκε στο τροπικό ψαροχώρι, με τη μοναδική όμως μέχρι σήμερα κομβική θέση στο διαμετακομιστικό εμπόριο (entrepôt) μεταξύ Κίνας και Ευρώπης, μέχρι την εκθαμβωτική μεγαλούπολη του 2005.

Μια ιστορία ανέχειας, θυσιών, αίματος, αποικιοκρατίας, κατοχής, αλλά και σκληρής δουλειάς. Η ιστορία ενός ανθρώπου: του Lee Kuan Yew. Ενός εργατικού, σχεδόν κομμουνιστή, ηγέτη, επιστήθιου φίλου του Harold Wilson, που με σιδερένια πυγμή και άκαμπτη αποφασιστικότητα δημιούργησε απ’ το μηδέν την έβδομη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο μέσα σε μια γενιά.

Καθίσαμε.
Τα φώτα χαμήλωσαν.
Αχρείαστα ήτανε έτσι κι αλλιώς, μιας και το δωμάτιο φωτιζόταν απ’ τα παράσημα στα αριστερά πέτα.
Η προβολή, σε δύο οθόνες τεχνολογίας υψηλής ευκρίνειας που άλλαξε την ιδέα που είχα για το χαζοκούτι.
Τα ασημικά και τα σερβίτσια φερμένα επί τούτου απ’ το Μουσείο Ασιατικών Πολιτισμών.
Το μενού; ε,, αυτό άστο καλύτερα γιατί μ’ ένα καφέ είμαι απ’ το πρωί σήμερα ...
Το αγέννητο γουρουνόπουλο πάντως ήταν τόσο καλά γκλασαρισμένο που διόρθωσα τη γραβάτα μου κοιτάζοντάς το.
Η πάπια του Πεκίνου λες και ήταν έτοιμη να πετάξει.
Το παλικάρι που όπως τρώγαμε χόρεψε Wushu (παλιά κινεζική πολεμική τέχνη) αψήφησε όλους τους νόμους της βαρύτητας: περιστασιακά και για κλάσματα του δευτερολέπτου μόνο ακουμπούσαν τα ακροδάχτυλά του στο σανίδι.
Οι άριες που τραγούδησαν τα δύο μέλη της Όπερας του Πεκίνου μας διακτίνισαν ως εκ θαύματος 600 χρόνια πίσω, στους θαλάμους του Αυτοκράτορα, στην Απαγορευμένη Πόλη. Το μακιγιάζ του προσώπου τους τόσο αψεγάδιαστο, που θαρρείς πως κοίταζες πορσελάνινο βάζο δυναστείας Ming.
Τελείωσε και το επιδόρπιο.

Σηκώθηκα όπως τον είδα να ‘ρχεται προς το μέρος μου.
- «people around here call me Hercules, Senior Minister», είπα όπως του ‘δινα το χέρι.
- «David speaks highly of you prof. Hercules»
- «David is a good man, Senior Minister»
- «we should have tea one of these days»
Είπε, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει με τεντωμένο χέρι προς τον επόμενο συνδαιτυμόνα.

Τα φώτα δυναμώσανε.
Η μαγεία διαλύθηκε, σαν την ομίχλη που σηκώνεται με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου, στη γούβα έξω απ’ το Delft.
Αρχίσαμε να σηκωνόμαστε κι εμείς σιγά-σιγά, κατευθυνόμενοι νωχελικά προς την έξοδο, σιγοψιθυρίζοντας. Σε μια ύστατη προσπάθεια να πάρουμε τη μαγεία μαζί μας.

Στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας κοντοστάθηκα.
Στο ίδιο εκείνο σημείο που στις 9 Αυγούστου του 1965, ακριβώς πριν από σαράντα χρόνια, ο Lee Kuan Yew, με σπασμένη φωνή και ένα δάκρυ στα μάτια, διακήρυσσε την Ανεξαρτησία της Σιγκαπούρης απ’ τη Μαλαισιανή Ομοσπονδία: «For me, it is a moment of anguish…»[2]

Οι απαστράπτουσες μερσεντές, αλφαδιασμένες η μία μετά την άλλη στην άκρη του κόκκινου χαλιού, περίμεναν υπομονετικά με τις μηχανές αναμμένες.
Οι σοφέρ με τα πηλίκια στη μασχάλη και το χέρι στην πόρτα.
Όπως κατέβαινα κι εγώ τη σκάλα του δημαρχείου, άνοιξα το κινητό και, με τρόπο, κάλεσα 65521111.

- «Welcome to Comfort Taxis» με καλωσόρισε το μαγνητοφωνημένο μήνυμα…

Περιμένοντας το ταξί να ‘ρθει, έκανα λίγο πιο κει, προς τη γωνιά του δημαρχείου, χαζεύοντας τα φώτα της πόλης, όπως καθρεφτίζονταν τρεμοπαίζοντας στα κρυσταλλένια νερά του Padang. Ξεκούμπωσα το πάνω κουμπί του πουκαμίσου και πέρασα το δάχτυλο μέσ’ απ’ το κολάρο.

Και άναψα επιτέλους ένα τσιγαράκι...

ΗΧ

[1] Το πρώτο μέρος του τρίωρου ντοκιμαντέρ θα προβληθεί την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου.
[2] "For me, it is a moment of anguish. All my life, my whole adult life, I believed in merger and unity of the two territories. Now, I, Lee Kuan Yew, Prime Minister of Singapore, do hereby proclaim and declare, on behalf on the people and the Government of Singapore, that, as from today, the ninth day of August in the year one thousand nine hundred and sixty-five, Singapore shall be forever a sovereign democratic and independent nation, founded upon the principles of liberty and justice and ever seeking the welfare and happiness of the people, in a most just and equal society."

November 12, 2005

Όσα μπορεί να πει ένα κεφτεδάκι

Η ουρά π' αυξάνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με το ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ό,τι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία
στην ταχτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει

(Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο)
Δ. Σαββόπουλος, τραγουδοποιός


- «Εσύ γράφε αυτά που ‘χεις να πεις, χωρίς αναστολές και χωρίς να σε νοιάζει τι λέει ο ένας και ο άλλος» μου λέει τις προάλλες ένας φίλος στη Χάγη.

Και είχε δίκιο φυσικά.
Εγώ όμως εξακολουθώ ν’ ανησυχώ με τα γραφόμενα μου.
Ειδικά τώρα που ο Βασίλης μεγαλώνει και βγάζει δοντάκια..

Μήπως η προσέγγισή μου είναι λάθος;
Μήπως το κοινωνικο-οικονομικό ‘κοστούμι’ που ράβω χρόνια τώρα στην κεφάλα μου θα πρέπει να το ‘πουλήσω’ σαν κοστούμι (βλ. βιβλίο) και όχι κομμάτι κομμάτι (βλ. αρθράκια);
Μήπως η αποσπασματική ανάγνωση οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και έτσι, αντί να ξυπνήσεις Βασίλη, πέσεις σε βαθύτερο λήθαργο;
Μήπως σου κάνει το παντελόνι αλλά δεν σου μπαίνει το σακάκι;
Μήπως υπάρχει άλλος δρόμος καλύτερος και αποτελεσματικότερος;
Μήπως. Μήπως. Μήπως..
Μήπως να τα βροντήσω καλύτερα και να πάω δάσκαλος στο Κολοκοτρωνίτσι;[1]

Μια παράγραφος, η ‘αποσπασματικότητα’ της οποίας με είχε απασχολήσει σοβαρά όταν έγραφα το Τσούζει αλλά μ’ αρέσει (4 Ιουνίου 2005) ήταν η ακόλουθη:

«…Απλά δεν είναι δημοκρατία.Μια παρωδία δημοκρατίας σε βαθιά παρακμή είναι.Και αν είχα να διαλέξω μεταξύ μιας τέτοιας δημοκρατίας και μιας πεφωτισμένης και αδιάφθορης δεσποτείας, σαν αυτή της Σιγκαπούρης, που μόνο μέλημα έχει τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και την προστασία των πολλών απ’ τις πρακτικές ομηρίας των ολίγων (συμπεριλαμβανομένου και του Τύπου, των αισχροκερδών, αλλά και των πάσης φύσης συντεχνιών), θα διάλεγα την τελευταία.Μήπως υπάρχει και καμιά διαφορά;Εμείς απλά βαφτίζουμε το σύστημα ‘δημοκρατία’, ‘ελευθερία’, και νηστίσιμο χταποδάκι. Και το τρώμε βαρυστομαχιάζοντας.Εκείνοι το καλούν με τ’ όνομά του, το αποδέχονται και ζουν ευτυχισμένοι.Η μόνη διαφορά είναι στο βαθμό υποκρισίας…».

Ψαχουλεύοντας απεγνωσμένα για επιβεβαίωση, το ‘χα δείξει σ’ έναν ανεκτίμητο φίλο και σεβαστό δάσκαλο. Ένα λαμπρό, προικισμένο και αδάμαστο μυαλό. Ένα βαθυστόχαστο μελετητή του κοινωνικού μας γίγνεσθαι.

- «Τι λέτε, να το δημοσιεύσω;»
- …

(Εξακολουθεί να διαβάζει σιωπηλός και συνοφρυωμένος).

- «Τι λέτε;» (ξαναρωτώ, τρώγοντας τα νύχια μου..).
- …

Τελειώνοντας το διάβασμα σηκώνει τα μάτια, καμακώνει ένα κεφτεδάκι, και το περιεργάζεται σα να μην είχε ξαναδεί κεφτεδάκι στη ζωή του.
Ήταν μαζί μου αλλά δεν ήταν εκεί.
Στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένος.
Δεν τόλμησα να τον διακόψω.
Κάποτε επέστρεψε.

- «Βάλτο ρε συ Ηρακλή. Βάλτο να πάει στο διάολο..»

«Γέρασε πια» σκέφτηκα χαμογελώντας στοργικά όπως σήκωνα το ποτήρι στην υγειά του, νεύοντας ανεπαίσθητα το κεφάλι, σε μια βουβή, συνωμοτική, ένδειξη ευγνωμοσύνης κι ενός για χρόνια ανομολόγητου σεβασμού.

Δεν είπαμε πολλά σ’ εκείνη μας τη συνάντηση.
Τι είχαμε άλλωστε να πούμε..
Μου ‘δειξε με συγκρατημένο καμάρι μια φωτογραφία του εγγονού του.
Όμορφο παλικάρι.
Στην ηλικία του Ευκλείδη.

- «Αχ και να τον έβλεπε τώρα η γιαγιά του..»
Γύρισα τη φωτογραφία ανάποδα πα’ στο τραπέζι και με την παλάμη μου προσπαθούσα για ώρα να την ξετσαλακώσω με μια αφύσικη επιμέλεια και σοβαρότητα. Για να μη δω τα μάτια του.

- «αυτό το πορτοφόλι το θυμάμαι τουλάχιστο είκοσι χρόνια» ήταν το μόνο που βρήκα να πω μετά από κάμποση ώρα.
- «Όντως. Η … μου το ‘χε πάρει, μια φορά που ‘χαμε πάει μαζί στη Μαδρίτη. Ε, κι από τότε δεν έτυχε να τ’ αλλάξω..»

Έστριψα τον laptop προς το μέρος μου.
(Μυγάκια πρέπει να ‘χε στον κήπο..)
Και πάτησα ‘Publish’.

- «Νοστιμότατο» είπε χαμογελώντας πονηρά, κοιτάζοντάς με με την άκρη του ματιού του, πίσω απ' τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του.
Και μάλλον στο κεφτεδάκι πρέπει να αναφερόταν.
Που ‘χε αρχίσει επιτέλους να μασουλάει.


Η. Χαραλαμπίδης

[1] Τ’ όνομα του φανταστικού χωριού της ορεινής Αρκαδίας όπου διαδραματίζεται η εξαίσια σειρά του Χάρη Ρώμα και της Άννας Χατζησοφιά «Το Καφέ της Χαράς». Βλέπε ομώνυμο άρθρο μου στις 7 Μαΐου 2005.

November 04, 2005

Ουδείς προφήτης στον τόπο του

Δεν το πιστεύω!
Λες επιτέλους ρε Βασίλη τα λόγια μου ν’ άρχισαν να πιάνουν τόπο;

Το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΡΣ) έκλεισε το βωμολόχο ραδιοσταθμό BEST, επικαλούμενο τη «συνεχόμενη χαμηλή ποιοτική στάθμη προγραμμάτων μετά από σειρά χυδαίων εκφράσεων».
Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια.
Μια κι’ έξω.
Μπαμ και κάτω.

Ακρότητα το χαρακτήρισε ο Νίκος Αποστολάκης.
Φίμωση είπε ο Ανδρέας Λοβέρδος
Οργή εξέφρασε ο Συνασπισμός. Αίολη και βαρύτατα λογοκριτική χαρακτήρισε την απόφαση.
Ακροδεξιά πολιτική την χαρακτήρισαν κάποιοι ανεγκέφαλοι.
Επιστροφή στην επταετία είπαν κάποιοι άλλοι.

Το μόνο που ‘χω να πω εγώ είναι θερμά συγχαρητήρια.
Στο ΕΡΣ και την Κυβέρνηση.
Αυτό, για μένα, είναι μηδενική ανοχή.
Όλα τ' άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες..
Σήμερα νιώθω περήφανος.


Η. Χαραλαμπίδης

ΥΓ1: και για να μην ξεχνιόμαστε, ξαναδιαβάστε τις ακρότητες δυο στενά παρακάτω.

ΥΓ2: Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα, άντε πάλι η Σιγκαπούρη.
Άκουσα την Τρίτη τον Lee Kuan Yew, τον ιδρυτή της Σιγκαπούρης και μια απ’ τις μεγαλύτερες πολιτικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα, να λέει για το μεγάλο θέμα των ΜΜΕ:
«Ό,τι είχα πει το 1959, ισχύει στο ακέραιο και σήμερα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι προς όφελος της Σιγκαπούρης η φίμωση του Τύπου. Κάτι τέτοιο δε συνάδει με τη γενικότερη φιλοσοφία μας. Όμως, ο δημοσιογράφος θα πρέπει να κάνει τη δουλειά του υπεύθυνα, γνωρίζοντας πως αυτό που προέχει είναι το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και όχι η ακροαματικότητα ή η οικονομική ικανοποίηση των μετόχων της εφημερίδας του»

Having said all this, however, το μεγάλο Ερώτημα παραμένει: Ποιος αποφασίζει τελικά τι είναι το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον; Το κρασί αυτό σηκώνει πολύ νερό και το νερό αυτό πηγάζει μέσα απ’ τη γενικότερη Παιδεία μας ως λαού. Σίγουρα όμως, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται με λαϊκισμό, κιτρινισμό, συκοφαντία, βωμολοχία, και λέξεις όπως «τραγόπαπας» και «μαλάκας» όταν ακούγονται δημόσια.

Αυτά από την ‘απολυταρχική’ Σιγκαπούρη..
ΗΧ